Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Με απόφαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), η 6η Ιουνίου αποτελεί επισήμως την Παγκόσμια Ημέρα Ρωσικής Γλώσσας (World Russian Language Day), αρχής γενομένης από το 2010. Πρόκειται για μια μέρα βαθύτατης πνευματικής αξίας για τη Ρωσία και ειδικότερα για τη λογοτεχνία της, καθώς, με το νέο πάντα ημερολόγιο, στις 06 Ιουνίου 1799 γεννήθηκε ο πατέρας της ρωσικής λογοτεχνίας ονόματι Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (Alexander Sergeyevich Pushkin 1799-1837), στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονται άριστα οι ιδιότητες του ποιητή και του συγγραφέα. Η Ρωσική είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του ΟΗΕ και φυσικά θα ήταν αδύνατον να παραλειφθεί η ανάδειξή της ως τέτοιας με μια μέρα αφιερωμένη σε αυτήν, όπως ισχύει φυσικά και με τις άλλες επίσημες γλώσσες του εν λόγω Οργανισμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Παγκόσμια Ημέρα Ρωσικής Γλώσσας συμπίπτει με τη γέννηση ενός σπουδαίου πνευματικού ανθρώπου στην αντίστοιχη χώρα, ενώ άλλες παγκόσμιες ημέρες γλωσσών εορτάζονται ανήμερα των επετειών θανάτου πνευματικών ανθρώπων των αντίστοιχων χωρών, βλ. Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας ανήμερα της επετείου θανάτου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (23 Απριλίου) και Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας ανήμερα της επετείου θανάτου του Διονυσίου Σολωμού (09 Φεβρουαρίου). Τα αίτια αυτής της μικρής αλλά αξιοπρόσεκτης διαφοράς δεν είναι ακριβώς γνωστά, ίσως όμως να μην είναι παρά απλές συμπτώσεις.
Η Ρωσική κατατάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια των σλαβικών γλωσσών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πορεία της Ρωσικής Γλώσσας που χρονολογείται ήδη περίπου από την 2η χιλιετία π.Χ. Πιο συγκεκριμένα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις εξής φάσεις πορείας της υπό μελέτη γλώσσας: α) Πρωτοσλαβική – Προσλαβική: Αποσπάστηκε από την ομάδα συγγενικών διαλέκτων της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας περίπου την 2η-1η χιλιετία π.Χ., μετονομαζόμενη αργότερα σε προσλαβική. Αυτή η πρώιμη διάλεκτος γνώρισε ραγδαία εξάπλωση χάρη στις επεκτατικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν από τις προσλαβικές φυλές κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου στην Ανατολή και έφτασαν τελικώς στα δάση και στις στέπες του Νότου, διερχόμενες εν τω μεταξύ από τις πηγές του ποταμού Βιστούλα στην Δύση και του ποταμού Πρίπιατ στον Βορρά. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ., οπότε και ξεκίνησαν να καταφθάνουν τα πρώτα μεγάλα κύματα Σλάβων μεταναστών. Δεν άργησαν να εξαπλωθούν και να καταλάβουν ένα πολύ μεγάλο, το μεγαλύτερο ίσως μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου, γεγονός που οδήγησε στην διάσπαση της προσλαβικής εθνογλωσσικής μειονότητας και στην διαμόρφωση τριών εθνικών συγγενικών ομάδων. Αυτές ήταν η ανατολική (ή αλλιώς παλαιορωσική), η δυτική και η νότια εθνότητα. Στην εν λόγω διάσπαση οφείλονται και τα περισσότερα έθνη των οποίων οι μητρικές γλώσσες συγγενεύουν με τη Ρωσική (Βουλγαρία, Σερβία, Κροατία, Τσεχία, Πολωνία, Σλοβακία), β) Ανατολικοσλαβική – Παλαιορωσική: Πρόκειται για την κύρια διάλεκτο στο διάστημα μεταξύ του 7ου και του 14ου αι. μ.Χ. Παρουσιάζει πολυάριθμες ιδιαιτερότητες από φωνολογικής απόψεως που συνίστανται στην προφορά και γραφή των λέξεων, για παράδειγμα στην θέση των προσλαβικών φθόγγων “dj”, “tj”, “kt” προφέρονται και γράφονται αντίστοιχα οι φθόγγοι «ζ» και ¨τς». Σταθμός στην εν λόγω περίοδο είναι η κυριλλική γραφή η οποία οδήγησε στο πρώτο ρωσικό αλφάβητο. Σε αυτό το πόνημα, γνωστό και ως γλαγολιτικό αλφάβητο, βασίζεται η Ρωσική Γλώσσα μέχρι και σήμερα στον μεγαλύτερο τουλάχιστον βαθμό. Στο πλαίσιο του εκχριστιανισμού των Σλάβων, οι αδερφοί μοναχοί εκ Θεσσαλονίκης Κύριλλος και Μεθόδιος δέχθηκαν πρόσκληση από τον Δούκα Ραστισλάβο, ηγεμόνα της Μεγάλης Μοραβίας, για να εναποθέσουν τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού στα σλαβικά φύλα (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Ο ρόλος του γλαγολιτικού αλφαβήτου υπήρξε καταλυτικότατος προς αυτήν την κατεύθυνση, καθότι το Ευαγγέλιο και τα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν ήταν μεταφρασμένα μέχρι τότε σε κάποια σλαβική γλώσσα, γ) Νοτιοδυτική Παραλλαγή Λογοτεχνικής Γλώσσας Ανατολικών Σλάβων: Υπήρξε η κρατική και ορθόδοξη εκκλησιαστική γλώσσα στα Μεγάλα Πριγκιπάτα της Λιθουανίας και της Μολδαβίας στο διάστημα μεταξύ του 14ου και 16ου αι. μ.Χ. Είναι η περίοδος όπου παρατηρούνται οι περισσότερες διαλεκτικές ποικιλίες στο παλαιορωσικό έθνος το οποίο ήταν διασπασμένο εξαιτίας του φεουδαρχισμού και βέβαια των διαφόρων επιδρομών που δεχόταν από γειτονικά φύλα ιδιαίτερα μέχρι και τον 15ο αι. μ.Χ. (Ταταρομόγγολοι, Πολωνολιθουανοί κλπ.). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία 3 καινούργιων εθνογλωσσικών μειονοτήτων που αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν την ανεξάρτητη σλαβική προσωπικότητά τους: βορειοανατολική (Μεγαλορώσοι), νότια (Ουκρανοί), δυτική εθνογλωσσική μειονότητα (Λευκορώσοι). Σε αυτήν την υποδιαίρεση των προαναφερθεισών εθνογλωσσικών μειονοτήτων οφείλεται η γέννηση των αντίστοιχων γλωσσών σλαβικής προέλευσης, δηλαδή της Ρωσικής, της Ουκρανικής και της Λευκορωσικής. Η ουσιαστική εδραίωση γλώσσας και έθνους Ρωσίας ξεκίνησε σταδιακά αλλά προοδευτικά από τον 17ο αι. και ακόμα περισσότερο μετά το δεύτερο μισό του 18ου αι. μ.Χ., φτάνοντας μέχρι τη μορφή που αυτή μας είναι γνωστή μέχρι και σήμερα. Η δημιουργία ενιαίων γλωσσικών κανόνων για τη Ρωσική ήταν μια κάθε άλλο παρά εύκολη διαδικασία και δημιούργησε πολλά αντιμαχόμενα γλωσσικά ρεύματα. Πρωτοστάτες των αντικρουόμενων γλωσσικών τάσεων ήταν αφενός η Ορθόδοξη Εκκλησία που αγωνιζόταν να διατηρήσει την αρχαϊκή παλαιοσλαβική γλώσσα την οποία είχαν προτείνει οι Κύριλλος και Μεθόδιος κατά το ιεραποστολικό έργο τους στη Μοραβία και αφετέρου ο απλός λαός που επιχειρούσε την προσέγγιση της φιλολογικής γραπτής γλώσσας διαμέσου της γλώσσας του λαού, της «ντοπιολαλιάς». Οι επιρροές που δεχόταν η Ρωσική από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες και ιδίως τη Γαλλική που άνθιζε ως γλώσσα του εμπορίου και της ναυτιλίας μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 20ου αι. δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την θέσπιση ενιαίων γλωσσικών κανόνων.
Αναφορικά με την επικοινωνιακή επιρροή και ισχύ της Ρωσικής Γλώσσας, τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους και ως εκ τούτου τα λόγια περισσεύουν. Κατέχει την θέση της πέμπτης πιο ευρέως ομιλούμενης γλώσσας παγκοσμίως ακολουθώντας την Κινέζικη, την Αγγλική, τη Χίντι και την Ισπανική. Στην δε Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη μητρική γλώσσα, ενώ ο αριθμός των ομιλούντων αυτήν τόσο ως μητρική όσο και ως (δεύτερη, τρίτη κλπ.) ξένη γλώσσα υπερβαίνει συνολικά τα 100.000.000 ανθρώπων παγκοσμίως. Κι όλα αυτά την στιγμή που ως μητρική και πρώτη γλώσσα ομιλείται -κατά κύριο λόγο τουλάχιστον- στη Ρωσία και σε κάποιες χώρες της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την διάλυση της τελευταίας το 1991. Οι δε ρωσόφωνες κοινότητες είναι πανταχού παρούσες και χαίρουν της αναγνώρισης των εκάστοτε κρατών και τοπικών κοινωνιών. Το αποτέλεσμα όλων αυτών; Χαρακτηρίζεται ως η κορωνίδα των σλαβικών και εν γένει ανατολικών γλωσσών. Και αν αυτό δεν επαρκεί για να πειστούμε, ας λάβουμε υπόψιν ότι αποτελεί κορυφαία επιλογή τρίτης (L3) ή τέταρτης (L4) ξένης γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για όσους έχουν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο την δεύτερη ξένη γλώσσα (L2) που σχεδόν πάντα είναι ευρωπαϊκή, βλ. Γαλλική και Γερμανική, και θέλουν να καταπιαστούν με κάποια όχι αμιγώς ευρωπαϊκή γλώσσα.
Όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, στην πορεία της εξέλιξης και διαμόρφωσης της Ρωσικής μέχρι και τις μέρες μας δεν είναι απούσες οι επιρροές των ρομανικών γλωσσών της Ευρώπης, μεταξύ αυτών σε εντυπωσιακά μεγάλο βαθμό και της Ελληνικής (βλ. κυριλλικό αλφάβητο παραπάνω). Ωστόσο, ως σλαβική-ανατολική γλώσσα ακολουθεί και τα δικά της μορφοσυντακτικά και φωνολογικά πρότυπα.
Για παράδειγμα, εκτός από τις γνωστές 5 πτώσεις που υφίστανται στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλιτική), έχουμε και 2 επιπλέον πτώσεις: οργανική και προθετική. Αυτό προσδίδει στους κανόνες σύνταξης μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερα περιθώρια για «παιχνίδια» με τις θέσεις των όρων μέσα στην ίδια πρόταση. Επίσης, τα ρήματα εμφανίζουν στη Ρωσική ένα μορφολογικό γνώρισμα που δεν θα συναντήσει εύκολα κανείς στις γλώσσες του Δυτικού Κόσμου: την σχεδόν πλήρη απουσία των παρελθοντικών χρόνων. Προκειμένου να δηλωθεί η διάρκεια τέλεσης της πράξης που το εκάστοτε ρήμα περιγράφει, χρησιμοποιείται εναλλακτικά το ποιόν ενέργειας, διακρινόμενο σε τετελεσμένο (απουσία ενεστώτα) και μη τετελεσμένο (απουσία παρελθοντικών χρόνων). Τέλος, δεν είναι σπάνια η παράληψη ρημάτων με αποτέλεσμα αρκετά συχνά να παρατηρούνται ελλειπτικές προτάσεις τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του βοηθητικού ρήματος «είμαι» στον ενεστώτα.
Αναφορικά με το αλφάβητο και τα φωνολογικά χαρακτηριστικά της Ρωσικής, οι πληροφορίες που μας είναι γνωστές είναι αρκετά συγκεχυμένες και δικαιολογημένα την έχουν στιγματίσει μεταξύ των γλωσσολόγων ως μια εκ των δυσκολότερων γλωσσών σε επίπεδο πρόσληψης του προφορικού ιδίως λόγου. Η Φωνολογική Σχολή της Μόσχας (ΦΣΜ) υποστηρίζει πως η σύγχρονη επίσημη Ρωσική αποτελείται από 40 φωνήματα (34 σύμφωνα και 6 φωνήεντα), την στιγμή που η Φωνολογική Σχολή της Πετρούπολης (ΦΣΠ), γνωστή και ως Φωνολογική Σχολή Λένινγκραντ, αντιτίθεται στις εκτιμήσεις της πρώτης ισχυριζόμενη πως η Ρωσική έχει 42 φωνήματα (36 σύμφωνα και 6 φωνήεντα). Αυτή η διαφωνία ξεκινά από το γεγονός ότι οι δυο ΦΣ δεν έχουν καταλήξει ακόμα καν τι είναι φώνημα. Σε κάθε περίπτωση, ο φωνηεντισμός της Ρωσικής εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την θέση του τόνου και διαφέρει ανάλογα με το σύμφωνο (ηχηρό – σκληρό vs. άηχο – μαλακό) που ακολουθεί το φωνήεν που τονίζεται κάθε φορά. Η διαφωνία αντισταθμίζεται κάπως με την Ορθογραφική Μεταρρύθμιση του 1918, χάρη στην οποία αφαιρέθηκαν 4 χαρακτήρες σλαβικής γραφής και αντικαταστάθηκαν από αντίστοιχα λατινογενή γράμματα, ευκολότερα στη γραφή, μειώνοντας έτσι τα ρωσικά φωνήματα στα 33. Κλείνοντας, ο τονισμός της Ρωσικής παρουσιάζει μια σημαντική ομοιότητα και μια σημαντική διαφορά με την Ελληνική. Η ομοιότητά τους συνίσταται στον δυναμικό τονισμό της τονισμένης συλλαβής, τουτέστιν η τελευταία ακούγεται ηχηρότερα σε σύγκριση με τις άλλες μη τονισμένες συλλαβές. Διαφέρουν όμως ως προς το ότι, αντίθετα με την Ελληνική και πολλές βέβαια ακόμα ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που τονίζονται αυστηρά και μόνο μεταξύ προπαραλήγουσας και λήγουσας, η Ρωσική επιτρέπει τον τονισμό οποιασδήποτε συλλαβής μέσα σε μια λέξη.
Ως μια από τις επίσημες γλώσσες του ΟΗΕ, η Ρωσική κρατά πλάι στις υπόλοιπες γλώσσες και διαλέκτους σφιχτά τα ηνία της πολυγλωσσίας και της αρμονικής διαπολιτισμικής συνύπαρξης. Η εν εξελίξει πολεμική κρίση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δεν θα πρέπει σε καμία των περιπτώσεων να θέσει σε αμφισβήτηση τη Ρωσική Γλώσσα. Πρόκειται άλλωστε για ένα ζήτημα καθαρά γεωπολιτικό με αντικρουόμενα πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Η πτώση των ποσοστών εκμάθησης της Ρωσικής ως ξένης γλώσσας εντός και εκτός ΕΕ με πρόσχημα τον πόλεμο που η Ρωσία αποφάσισε να ξεκινήσει χωρίς να ρωτήσει κανέναν αδικεί όχι μόνο την ίδια τη γλώσσα της, αλλά και έναν ολόκληρο πολιτισμό που πηγαίνει μαζί της και βέβαια -πλειοψηφικά τουλάχιστον- τα δομικά στοιχεία του, οι Ρώσοι πολίτες, ουδέποτε συναίνεσαν σε μια τέτοια πρακτική που κατάφωρα παραβιάζει τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και βεβαίως του Διεθνούς Δικαίου. Η Ρωσική παραμένει διαχρονικά η κορωνίδα των σλαβικών και ανατολικών γλωσσών και ουδείς δύναται να της στερήσει αυτό το προνόμιο. Ευχής έργο θα ήταν, δε, να γίνει λίαν συντόμως μια καλή αφορμή να σταματήσουν οριστικά τα λυπηρά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μεταξύ δύο γειτονικών κρατών που τόσα κοινά έχουν να επιδείξουν και να μοιραστούν.