Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Η Παγκόσμια Ημέρα Αραβικής Γλώσσας (World Arabic Language Day) εορτάζεται ετησίως στις 18 Δεκεμβρίου, αρχής γενομένης από το 2010. Αφορμή για την έγκριση και θέσπιση της εν λόγω ημέρας στάθηκε η ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) το 1973 να αποτελέσει η Αραβική μια από τις επίσημες γλώσσες του ΟΗΕ. Μια αφορμή αρκετά πρωτότυπη αν συγκριθεί με αφορμές άλλων Παγκοσμίων Ημερών Γλωσσών που σχετίζονται με τις γεννήσεις ή / και τους θανάτους σπουδαίων πνευματικών προσωπικοτήτων των αντίστοιχων χωρών, όπως είναι η γέννηση του Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν στις 06 Ιουνίου 1837, με αφορμή την οποία εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Ρωσικής Γλώσσας, και ο θάνατος του Διονυσίου Σολωμού στις 09 Φεβρουαρίου 1857, με αφορμή τον οποίο εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας. Τα αίτια αυτής της μικρής αλλά αξιοπρόσεκτης διαφοράς δεν είναι ακριβώς γνωστά, ίσως όμως να μην είναι παρά απλές συμπτώσεις.
Η Αραβική συγκαταλέγεται στις Σημιτικές-Αφροασιατικές Γλώσσες, τη Βορειοδυτική Υποοικογένεια των Αφροασιατικών Γλωσσών. Παρουσιάζει πλούσια ιστορία και πολυάριθμους ομιλητές. Ο πλούτος της ιστορίας της και το πλήθος των ομιλητών της είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία την καθιστούν την κορωνίδα της Σημιτικής Γλωσσικής «Οικογένειας». Τοπογραφικά καταλαμβάνει ως Πρώτη-Μητρική Γλώσσα (Γ1) μεγάλα τμήματα της Βορείου Αφρικής, της Αραβικής Χερσονήσου και της Μέσης Ανατολής, όπως είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία. Συγκαταλέγεται ουδόλως τυχαίως μεταξύ των γλωσσών που έχουν περισσότερες διαλεκτικές ποικιλίες από πολλές άλλες Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες τις οποίες οι Ευρωπαίοι θεωρούν εκτεταμένης χρήσης και μάθησης. Χαρακτηριστικές υπαγόμενες στην Αραβική διάλεκτοι είναι εκείνες της Αραβίας, του Ιράκ, της Συρίας, της Αιγύπτου και της Βορείου Αφρικής. Ο αριθμός των διαλέκτων της Αραβικής εκτιμάται πως ανέρχεται κοντά στις 30, μεταξύ αυτών τα Αραβικά Υεμένης, τα Αραβικά Μεσοποταμίας, τα Χετζάτζι Αραβικά και τα Αλγερινά Αραβικά, με ιδιαίτερο γνώρισμά τους την ανομοιομορφία μεταξύ τους, συμπεριλαμβανομένης της Στάνταρτ Αραβικής. Εξ ου και η συχνή αναφορά της στη βιβλιογραφία ως Μακρογλώσσας.
Η ιστορία της Αραβικής παρουσιάζει μεγάλο πλούτο. Η εξέλιξη της Αραβικής μπορεί να μελετηθεί σε 3 φάσεις:
- Παλαιά Αραβική: Πρόκειται για την πρώιμη μορφή της Αραβικής όπως υποδηλώνει η ίδια η ορολογία. Η πρώτη επίσημη και επιβεβαιωμένη γραφή της αναφέρεται την 1η χιλιετία π.Χ., δηλαδή κατά την προϊσλαμική περίοδο, στην επιγραφή Νεμάρα. Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα προς επιβεβαίωση της αυθεντικότητάς της έχυσαν άπλετο φως στην αλληλεπίδρασή της με άλλες γλώσσες της Σημιτικής και Αφροασιατικής Γλωσσικής «Οικογένειας». Το αξιοπρόσεκτο όμως είναι ότι καταδείχθηκε σημαντική συγγένεια και με την Ελληνική, παρότι η τελευταία λογίζεται σαν Ινδοευρωπαϊκή Γλώσσα.
- Κλασική Αραβική: Πρόκειται για την τυποποιημένη λογοτεχνική μορφή της Αραβικής η οποία ήταν εκτενέστατης χρήσεως καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα και απαντάται μέχρι σήμερα στα κείμενα του Κορανίου. Η Αραβική εμφανίζει κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τη μεγαλύτερη ομοιομορφία στην ιστορία της.
- Σύγχρονη Πρότυπη Αραβική: Πρόκειται για την πιο εξελιγμένη μορφή της Κλασικής Αραβικής που χρησιμοποιείται σε όλες τις περιστάσεις του γραπτού και προφορικού λόγου. Παρότι τα μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά παρέμειναν ουσιαστικά αναλλοίωτα κατά την υπό μελέτη μεταβατική περίοδο, τα λεκτικά στοιχεία έχουν διέλθει από σημαντικές μεταβολές, στις οποίες μπορούν να αναζητηθούν οι διαφορές των πολυάριθμων διαλεκτικών ποικιλιών της Αραβικής. Η εδραίωση της Αραβικής, με τη μορφή που μας είναι σήμερα γνωστή, εκτυλίχθηκε κατά προσέγγιση από τον 3ο ως τον 7ο αι. μ.Χ., ενώ μέχρι και τον 10ο αι. μ.Χ. είχαν συνταχθεί τα πρώτα επίσημα αραβικά λεξικά. Στην εν λόγω μορφή άρχισε να εξαπλώνεται προοδευτικά η Αραβική κατά την εκκίνηση της διάδοσης του Ισλάμ, δανειζόμενη κατά την κατακτητική πορεία των υπερμάχων του λεκτικά στοιχεία από την Περσική και την Τουρκική. Δεν έλλειψαν βεβαίως και μεμονωμένοι κλασικοί ελληνικοί όροι. Η άριστη γνώση της Στάνταρτ Αραβικής, όπως αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί με τους σημερινούς γλωσσολογικούς όρους, δεν άργησε να γίνει απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική ανέλιξη στον ισλαμικό / αραβόφωνο κόσμο.
Οι φυσικοί ομιλητές της Αραβικής, δηλαδή οι ομιλούντες αυτήν ως Γ1, υπολογίζεται πως τείνουν προς τους 400.000.000, χωρίς να αποκλείονται ανοδικές τάσεις. Αυτοί εντοπίζονται πρωτίστως σε κράτη της Μέσης Ανατολής, όπως το Κατάρ και η Ιορδανία, και της Αραβικής Χερσονήσου, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, αλλά και σε τμήματα της Βορείου Αφρικής. Ακολουθούν η Αίγυπτος, η Αλγερία, η Συρία, η Παλαιστίνη κ.ά. Πέρα των φυσικών ομιλητών της, που πολλάκις απλώνονται και πέρα από τα αραβόφωνα εδάφη, μια και είναι αρκετά περιζήτητοι ανά τον κόσμο για ποικίλες δουλειές, π.χ. συντηρητές κτιρίων και οικοδόμοι, σπουδαία είναι και τα νούμερα όσων την διδάσκονται. Ειδικά στην Ευρώπη είθισται να τη μαθαίνουν ως Τρίτη Ξένη Γλώσσα (Γ3) όσοι έχουν ήδη κατακτήσει τουλάχιστον μια Δεύτερη Ξένη Γλώσσα (Γ2) που ομιλείται ως Γ1 εντός της Ευρωπαϊκής Επικράτειας, συνήθως τη Γερμανική ή τη Γαλλική. Εκτιμάται ότι οι μαθητές της Αραβικής αγγίζουν παγκοσμίως τους 280.000.000 με ανοδικές τάσεις να αναμένονται κατά τα προσεχή έτη, που ιδιαίτερα η Μέση Ανατολή πρόκειται να γνωρίσει σπουδαία οικονομική άνθιση. Αυτά τα νούμερα κατατάσσουν την Αραβική στην 5η θέση των περισσότερο ομιλουμένων γλωσσών, πίσω από την Αγγλική, την Κινέζικη, την Ισπανική και τη Χίντι. Μάλιστα, φημολογείται εντόνως πως τις επόμενες δεκαετίες η Αραβική θα προσεγγίσει αρκετά τα νούμερα των ομιλητών της Ισπανικής και της Χίντι, εφόσον δεν προκύψουν άλλα ζητήματα, π.χ. υπογεννητικότητα και δημογραφική κρίση.
Ξεκινώντας να μιλά κανείς για το αλφάβητο της Αραβικής, το πρώτο που έρχεται στο μυαλό δεν είναι άλλο από τα σύμβολα τα οποία αντιπροσωπεύουν αυτούσια λατινικά γράμματα, ενίοτε και ολόκληρους φθόγγους. Είναι αλήθεια ότι το αραβικό αλφάβητο έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών και βιβλιογραφικού προβληματισμού τόσο για το πώς προέκυψε όσο και για το πώς επετεύχθη παντελώς ανομοιόμορφα μεταξύ τους σύμβολα να έχουν την ισχύ γραμμάτων και φθόγγων. Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Το αραβικό αλφάβητο αποτελείται από 28 γράμματα συνολικά, εκ των οποίων μόλις τα 3 ισοδυναμούν με μακρά φωνήεντα στο λατινικό αλφάβητο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αραβικών γραμμάτων-συμβόλων είναι ότι γράφονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την θέση που επέχουν στην κάθε λέξη (αρχικό, μέσο, τελικό). Οι καταβολές του αραβικού αλφαβήτου εντοπίζονται στο φοινικικό αλφάβητο, όπως ισχύει με την Ελληνική και τις Λατινογενείς Γλώσσες, οι οποίες αναπροσάρμοσαν τα γράμματα και τις φωνολογικές αναπαραστάσεις τους. Όμως το ακόμα εντυπωσιακότερο στην περίπτωση της Αραβικής είναι ότι καθένα γράμμα της αλφαβήτου αντιπροσωπεύει μια λέξη / ένα νόημα.
Πέρα των φθογγικών όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποια μορφοσυντακτικά γνωρίσματα της Αραβικής. Όσον αφορά τη μορφολογία, άξια μνείας είναι τα ρήματα, τα οποία εμφανίζουν μεν τα πολύ γενικά χαρακτηριστικά των ρημάτων που μας είναι γνωστά στις πλείστες Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες, ωστόσο διαθέτουν και αξιοπρόσεκτες διαφορές. Ανά διάλεκτο ισχύουν διαφορετικοί κανόνες παραγωγής και κλίσης. Τα επιθήματα και τα προσφύματα «ενορχηστρώνουν» τον σχηματισμό των ρημάτων, στον οποίο επικρατούν τα λεγόμενα ασυνεχή μορφήματα. Λόγω των συγκεκριμένων μορφημάτων συμβαίνει το εξής περίεργο με τον χρονικό άξονα στον οποίο αναφέρεται καθεμία πρόταση: αυτός καθορίζεται από τα περικείμενα / συμφραζόμενα της εκάστοτε πρότασης και εν τέλει λαμβάνει τον χρόνο που αυτά του προσδίδουν, όχι ο γραμματικός / φυσικός χρόνος.
Αναφορικά με τη σύνταξη, παρότι στις περισσότερες αν όχι όλες τις Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες ξέρουμε πως η συνήθη σειρά των όρων είναι Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο (Υ-Ρ-Α), στην περίπτωση της Αραβικής έχει επικρατήσει η σειρά Ρήμα-Υποκείμενο-Αντικείμενο (Ρ-Υ-Α). Η δήλωση του Υποκειμένου δεν είναι υποχρεωτική, όταν όμως γίνεται, συμφωνεί αυστηρά με το ρήμα ως προς το πρόσωπο, το γένος και τον αριθμό.
Γίνεται αντιληπτό ότι η Αραβική είναι εν τοις πράγμασι μια Γλώσσα πλούσια σε ιστορία, δομή και πολιτισμό. Το ότι επελέγη να ενταχθεί στις επίσημες γλώσσες του ΟΗΕ, αποκτώντας έτσι κεντρική θέση στον αγώνα για επίτευξη Γλωσσικής Ισότητας και Πολυμορφίας, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως απλή σύμπτωση. Παρά τις γενικές αυξητικές τάσεις που παρουσιάζει η προτίμηση για την εκμάθησή της, εξακολουθεί σε μεγάλο ποσοστό να αδικείται από ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία των λαών που την ομιλούν ως Γ1, π.χ. οι προσπάθειες βίαιας επιβολής του Ισλάμ σε αλλόθρησκους πληθυσμούς. Την κατάσταση δυσχεραίνει ο αφόρητα πιεστικός τρόπος ζωής που επιβάλλεται στις γυναίκες, όπως συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, στην οποία απαγορεύεται αυστηρά να κυκλοφορούν άνευ καλυμμένων χαρακτηριστικών του προσώπου. Εξαίρεση στον όλο πιεστικό τρόπο ζωής των γυναικών που διαμένουν στα αραβόφωνα εδάφη αποτελούν ίσως ως έναν βαθμό τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και ειδικά το Εμιράτο του Ντουμπάι, το οποίο διαπνέεται από πιο φιλελεύθερα φρονήματα λόγω του διαπολιτισμικού χαρακτήρα του. Σε κάθε περίπτωση, η Αραβική είναι μια Γλώσσα η οποία ανοίγει ποικίλους και διαφορετικούς ορίζοντες και, σε συνδυασμό με τη γνώση άλλων γλωσσών της Ινδοευρωπαϊκής και Σλαβικής Γλωσσικής «Οικογένειας», παρέχει ευκαιρίες ανέλιξης και προόδου. Ειδικά όσον αφορά εμάς τους Έλληνες, οι κοινές ρίζες πολλών λέξεών μας με την Αραβική, π.χ. ο κουραμπιές, η άλγεβρα και το σιρόπι, θα μας βοηθήσουν, εφόσον επιλέξουμε την εκμάθηση της τελευταίας, να γνωρίσουμε ακόμα καλύτερα την δική μας Γλώσσα, που διαχρονικά συνιστά αποδεδειγμένα μια εκ των πλουσιοτέρων γλωσσών παγκοσμίως. Όπως και η Αραβική εξάλλου.