Οδυσσέας Ελύτης: “Αγαπητέ μου Teriade”

Ο Στρατής (Ευστράτιος) Ελευθεριάδης (Μυτιλήνη, 2 Μαΐου 1897 – Παρίσι, 23 Οκτωβρίου 1983), γνωστός και με το γαλλικό καλλιτεχνικό όνομα Tériade (Τεριάντ), ήταν τεχνοκριτικός, εκδότης καλλιτεχνικών εντύπων και συλλέκτης έργων τέχνης.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1951, λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Γαλλία, όπου βρισκόταν από το 1948, ο Ελύτης σχολιάζει την επικριτική στάση της Αριστεράς απέναντί του ως σύμπτωμα της γενικότερης ελληνικής καθυστέρησης: «Δύο εφημερίδες [η αριστερή εφ. Δημοκρατική και το περ. Ο Αιώνας μας] έστειλαν και μου πήραν συνεντεύξεις και φωτογραφίες. Μόλις εδημοσιεύθηκαν, πλήθος κόσμου άρχισε να μου τηλεφωνεί και να μου ζητεί rendez-vous σαν νάμουν τουλάχιστον υποψήφιος βουλευτής. Αλλά οι κομμουνισταί με χτύπησαν και η εφημερίδα τους μου έκανε μια βίαιη επίθεση. Κάτω από τον τίτλο “Νεοφαναριώτες” με κατηγορεί επειδή είπα ότι… μου άρεσε η Ισπανία (πώς, αφού είναι φασιστικό κράτος;) και επειδή βρήκα να πω πολλά για τους Picasso και Matisse (εκφυλισμένους αστούς) αλλά τίποτε για τους εξορίστους της Μακρονήσου! Εκεί βρισκόμαστε ακόμη!» (σ. 95-97).

Καβγάδες όλη μέρα

Στις 9 Ιανουαρίου 1952, περίοδο κατά την οποία έχει αρχίσει να γράφει το Άξιον Εστί, φανερώνει ότι οι αντίξοες συνθήκες της συγκατοίκησης με την οικογένειά του εμπόδιζαν τη γραφή του έργου του: «Δυστυχώς οι συνθήκες στο σπίτι μου είναι πολύ άσχημες. Η μητέρα μου πολύ ηλικιωμένη και νευρασθενής, δημιουργεί καυγάδες όλη τη μέρα. Και τα αδέρφια μου δίνουν μιαν ατμόσφαιρα εντελώς εμπορική, με τις συζητήσεις τους και τα τηλεφωνήματά τους για λάδια κ.λπ. Όλες μου οι ελπίδες στηρίζονται στην Άνοιξη, οπότε λέω να πάω στη Μυτιλήνη και να τελειώσω εκεί τα αρχινισμένα έργα μου» (σ. 117)…

Κατάδικος

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1952, εκφράζει το «αίσθημα καταδίκου ή εξορίστου εδώ πέρα», στην Ελλάδα: «Ακριβώς μέσα σ’ αυτή την αυστηρή και γλυπτική ομορφιά [της ελληνικής φύσης], μέσα σ’ αυτή τη μυθική ατμόσφαιρα, αισθάνεται κανείς ακόμη πιο έντονα αυτό που έλεγε ο Σεφέρης, ότι οι άνθρωποι μοιάζουν επάνω σ’ αυτή τη γη [ο Σεφέρης έγραψε για την Αττική] με δερματική ασθένεια. Τι γυρεύει αλήθεια ένας ποιητής μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των ανθρώπων που ανεβοκατεβαίνουν τους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ κυνηγώντας λίρες, λίρες, λίρες; Που φορτώνουν τα σπίτια τους με ό,τι πιο άσχημο υπάρχει στον κόσμο; Πώς μπορεί να επηρεάσει ένας διανοούμενος τους χοντροαστούς μιας απρόσωπης πολιτείας όπως είναι η Αθήνα;» (σ. 139).

Ειρωνεία

Στις 5 Απριλίου 1964, φανερώνει με πικρία το χρόνιο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε (πριν από το Βραβείο Νόμπελ) και διαλύει τη διαδεδομένη (έως σήμερα) φήμη της οικονομικής ευρωστίας του: «Για όλα χρειάζονται χρήματα και χρήματα πάλι δεν έχω εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Μου φτάνουν ίσια-ίσια για να πληρώνω το νοίκι μου και να τρώω. Το παραμικρό επί πλέον έξοδο μού είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσω, ούτε καν τα βιβλία που μου χρειάζονται για την ενημέρωσή μου ν’ αγοράσω. Και σαν από τραγική ειρωνεία, να έχω τη φήμη του πλουσίου, να με ζηλεύουνε οι συνάδελφοί μου και να συζητούν ότι θα πρέπει να εξαιρεθώ από τα μέτρα που πρόκειται να λάβει η νέα Κυβέρνηση του [Γεωργίου] Παπανδρέου για την ενίσχυση των πνευματικών ανθρώπων…» (σ. 213-215).