Photo by Θάλεια Γαλανοπούλου
“Η ζωγραφική είναι η γλώσσα των αντιθέσεων. Πάνω στον πίνακα αποτυπώνονται μια σειρά από αντιθέσεις το σκληρό και το μαλακό, το υγρό και το ξερό, το αμβλύ και το οξύ, το ήπιο και το ανήσυχο, το ευθύ και το καμπύλο”.
Νεκτάριε σύστησέ μας τον άνθρωπο-καλλιτέχνη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κρήτη και την Άνδρο. Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια τα πέρασα σε μια γειτονιά στον Άγιο Δημήτριο στο Μπραχάμι. Θυμάμαι ότι αυτό που μ’ άρεσε να κάνω ήταν να παίζω μπάλα και να πετάω τα περιστέρια μου που είχα στην ταράτσα του πατρικού σπιτιού. Στο δημοτικό η μητέρα μου με είχε πείσει πως δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μία γραμμή, γι’ αυτό μου έκανε εκείνη τα σχέδια στο τετράδιο της αντιγραφής αυτό που λέγαμε “μισό μισό”. Εγώ όμως σχεδίαζα κρυφά στα πίσω φύλλα των βιβλίων δέντρα, βάρκες και μορφές Αγίων από τα εικονάκια που έφερνε στο σπίτι. Στο Γυμνάσιο άρχισα να σχεδιάζω πιο ελεύθερα και δήλωσα πως θέλω να γίνω ζωγράφος και να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ούτε λόγος βέβαια για κάτι τέτοιο “πρώτα θα σπουδάσεις και μετά κάνε ότι θες”.
Σπούδασα θεολογία όπου εκεί με την συμπαράσταση του δασκάλου μου Γεωργίου Κόρδη μυήθηκα στον κόσμο της βυζαντινής ζωγραφικής. Στη συνέχεια απέκτησα master και Διδακτορικό στην Βυζαντινή και Χριστιανική Αρχαιολογία και Τέχνη. Η επιθυμία μου όμως να μπω στη Σχολή δεν είχε σβήσει. Καθοριστική για το σκοπό αυτό ήταν η συνάντηση και η μαθητεία μου κοντά στου ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη που με ενθάρρυνε και με στήριξε στην απόφασή μου αυτή. Στη Σχολή μπήκα μεγάλος και είχα καθηγητές τους Τριαντάφυλλο Πατρασκίδη και Άγγελο Αντωνόπουλο, που υποστήριξαν τις επιλογές μου προκειμένου να βρω το δικό μου ύφος. Από το 2000 διδάσκω ζωγραφική και εικονογραφία σε κέντρα και ιδρύματα της Αθήνας. Έχω κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις και έχω συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τι σημαίνει για εσένα το “Φως ιλαρόν” ως ζωγράφο-καλλιτέχνη; Μιλώντας κανείς σε πρακτικό επίπεδο, θα έλεγε πως στη ζωγραφική το φως προϋποθέτει το σκοτάδι. Προηγείται δηλαδή το σκοτάδι και έπεται το φως. Είναι γεγονός ότι οι καλλιτέχνες, επιδιώκοντας να αποδώσουν την εικόνα των πραγμάτων, αποκτούν με τον καιρό ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς τις μεταβολές του φωτός. Ήδη στην αρχαιότητα ο Κικέρων παρατηρούσε ότι οι ζωγράφοι βλέπουν περισσότερα απ’ ότι βλέπουν οι υπόλοιποι άνθρωποι ως προς τις σκιές και τα φωτεινά σημεία. Στο έργο όμως του κάθε ζωγράφου το φως και το σκοτάδι αποκτούν ένα βαθύτερο οντολογικό περιεχόμενο. Έτσι για παράδειγμα άλλη αίσθηση φωτός αποπνέουν τα έργα του Καραβάτζιο κι άλλη του Ρέμπραντ. Όπως φυσικά τελείως διαφορετική είναι η διαχείριση του φωτός που κάνουν αργότερα οι ιμπρεσιονιστές και οι μετά ιμπρεσιονιστές.
Στη δική μου δουλειά θα έλεγα ότι το φως δεν περιέχει κανένα συμβολισμό και προκύπτει κυρίως μέσα από την πάλη των ίδιων των υλικών. Το υγρό στοιχείο, που ήταν κυρίαρχο από την πρώτη στιγμή στο έργο μου, ανακατεύει και συμφιλιώνει τα διαφορετικά υλικά, δημιουργώντας μεγαλύτερες οι μικρότερες περιοχές φωτός και σκότους. Δε χρησιμοποιώ κάποια φυσική η τεχνητή πηγή φωτός έτσι ώστε στον πίνακα να εμφανίζονται κάποιες ερριμμένες σκιές. Περισσότερο πρόκειται για μια αποτύπωση εσωτερικών κραδασμών και συναισθημάτων ή ένα αίτημα πνευματικότητας ή και σωματικής ανάγκης. Για μένα το φως δεν είναι κάτι αυτονόητο, είναι μάλλον κάτι που σου χαρίζεται όταν φτάνεις πια στα όρια της απελπισίας.
Σκοτάδι, φως. Μέρα, νύχτα. Άσπρο, μαύρο. Καλό, κακό. Δημιουργείς μέσα από τις αντιθέσεις; Η ζωγραφική είναι η γλώσσα των αντιθέσεων. Πάνω στον πίνακα αποτυπώνονται μια σειρά από αντιθέσεις το σκληρό και το μαλακό, το υγρό και το ξερό, το αμβλύ και το οξύ, το ήπιο και το ανήσυχο, το ευθύ και το καμπύλο. Όσες περισσότερες αντιθέσεις καταγράφουν τόσο η ματιέρα αποκτά μία πολυπλοκότητα και το έργο δεν εξαντλείται με μία ματιά. Έτσι το έργο αποκτά ενδιαφέρον και νομίζει κανείς ότι αλλάζει όψεις ανάλογα με την οπτική γωνία θέασης του. Αυτό προϋποθέτει ότι ο ζωγράφος βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση δουλεύοντας με διαφορετικά εργαλεία πινέλα, σπάτουλες, βούρτσες, ξύνοντας επικαλύπτοντας και ανατρέποντας κάθε φορά την εικόνα που προκύπτει.
Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και οδηγεί σε πολλαπλές απογοήτευσης και ελάχιστες χαρές. Φυσικά δεν έχεις να παλέψεις μόνο με τις αντιθέσεις της ύλης αλλά και τις εσωτερικές σου αντιθέσεις, αυτές που γεννούν οι διαφορετικοί σου εαυτοί. Εν τέλει όμως το τελικό αποτέλεσμα που προτείνεις στον θεατή δεν θα πρέπει να δείχνει τον κόπο σου και την πάλη που έχει προηγηθεί, αλλά το έργο να δείχνει σα να έγινε με μια αναπνοή.
Η έμπνευση είναι αρωγός προς τη δημιουργικότητα; Φυσικά και η έμπνευση συμβάλλει στην δημιουργικότητα, αλλά είναι τόσο λίγες οι στιγμές της έμπνευσης που αν την περιμένεις δεν θα ζωγραφίσεις ποτέ. Είναι ένα ευαίσθητο λουλούδι που με το παραμικρό μπορεί να μαραθεί. Οι μουσικές που ακούς, τα διαβάσματα η συναναστροφή με πρόσωπα που αγαπάς, είναι αυτά που συμβάλλουν και σε παρακινούν να δημιουργήσεις.
Το ατελιέ, ο χώρος που εργάζεσαι, πρέπει επίσης να είναι έτσι διαμορφωμένος ώστε όλα τα αντικείμενα κάθε πρωί που μπαίνεις μέσα να σου δίνουν έναν μικρό χαιρετισμό. Οφείλεις να αναλάβεις την ευθύνη της επιλογή σου, να εργάζεσαι καθημερινά και να ελπίζεις ότι δεν θα προδώσεις το χάρισμα που σου δόθηκε. Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι η ίδια η φύση σου που σε οδηγεί, αρκεί να ασκείς καθημερινά τις αισθήσεις σου να λεπταίνεις τα αισθητήρια σου, προκειμένου να μεταβάλεις τα ερεθίσματα σε δημιουργία.
Έχεις δηλώσει: «Δεν επιζητώ την αληθοφάνεια της εικόνας, αλλά την αλήθεια της ζωγραφικής επιφάνειας». Πόση αλήθεια κρύβεται σε ένα έργο; Η λέξη αλήθεια προέρχεται από το στερητικό α- και την λέξη λήθη (λησμονιά). Η προσπάθεια του ζωγράφου συνίσταται στο να βγάλει από την λήθη ή από την ασημαντότητα τους τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που ζωγραφίζει και να τα καταστήσει σημαντικά στο βλέμμα μας. Για μένα το γεγονός αυτό δεν επιτυγχάνεται με το να κάνεις τα πράγματα να φαίνονται αληθοφανή. Εστιάζω την προσοχή μου στην αναζήτηση της μη προμελετημένης εκδοχής τις επιφάνειες, αναζητώντας διαρκώς την χαρά της έκπληξης. Την επιφάνεια δεν μπορείς να την ξεγελάσεις σου αντιστέκεται συνεχώς, αλλάζοντας μορφές, πέρα από την δική σου προσωπική επιθυμία η στόχευση.
Η ίδια η διαδικασία της κατασκευής μιας εικόνας έχει για μένα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρά το τελικό αποτέλεσμα. Το πως; δηλαδή γίνεται κάτι παρά το τι; ή γιατί; δημιουργείται. Η αλήθεια λοιπόν βρίσκεται στο πάθος, στην επιθυμία και στην οξύτητα του βλέμματος σου, στο να παρακολουθήσεις τις ανάγκες της ζωγραφικής επιφάνειες, περιμένοντας υπομονετικά το ίδιο το έργο να σου αποκαλύψει τα μυστικά του. Κάθε προσπάθεια να κάνεις κάτι να μοιάζει αληθοφανές, οδηγεί μοιραία στον βιασμό του. Εμπιστεύομαι περισσότερο τις ανεπίγνωτες εικόνες, πάρα αυτές που ελέγχονται αυστηρά από την λογική.