Σε ποιά ηλικία ξεκινήσατε να ζωγραφίζετε;
Όπως όλοι, από μικρός. Όμως η ζωγραφική για μένα ήταν κάτι το αυτονόητο, το εργαστήριο του πατέρα μου ήταν για μένα και τόπος παιχνιδιού με τα χρώματα.
Αργότερα, όταν άφησα πίσω μου την εποχή της παιδιάς, οι σπουδές μου στη ζωγραφική ήταν κάτι σαν φυσική επιλογή.
Καλλιτέχνης γεννιέται κανείς ή γίνεται;
Ο ζωγράφος κάποια στιγμή θα χρειαστεί να κάνει την υπέρβαση του για να συναντήσει πίσω από την τρέχουσα πραγματικότητα, τις νοητές εικόνες, τους συνδέσμους που τον οδηγούν στην αθέατη πλευρά των πραγμάτων, στις παράλληλες πραγματικότητες – περιοχές βαθύτερες της ύπαρξής μας.
Τότε νομίζω πως είναι η στιγμή που γίνεται, ο καλλιτέχνης, πραγματικά έτοιμος να εκφράσει το περιεχόμενο του.
Ποιά λέξη σας εκφράζει ως καλλιτέχνη;
Η αμεσότητα θα έλεγα. Η αμεσότητα συνδέει την πρόθεση του ζωγράφου με την χρονική στιγμή, γειώνει τη σύλληψη της ιδέας με την γλώσσα της εφαρμογής, μορφοποιεί το ίχνος με τη γραφή και τον τρόπο της έκφρασης.
Νοιώθετε την «έμπνευση» πριν δημιουργήσετε;
Η έμπνευση είναι ο αέρας ανάμεσα στα πράγματα, το πλεόνασμα από την καθημερινότητα, η δυναμική του αμορφοποίητου που καταλήγει σε πειστήριο μιας ξεχωριστής πραγματικότητας.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ως Καλλιτέχνη;
Σαν ένα καλλιτέχνη που χρησιμοποιεί την ζωγραφική σαν στάση ζωής απέναντι σε καταστάσεις, που με περιβάλλουν.
Στη δουλειά μου, ζητήματα υφής, υλικότητας, επεξεργασίας, ρυθμού καθώς και συμβολικές προεκτάσεις και ερμηνείες επιχειρούν να οδηγήσουν το έργο πέραν από την τυπική περιγραφική απόδοση.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Η ζωγραφική είναι μια περιπέτεια της σκέψης και του τρόπου που αυτή αποτυπώνεται στο ζωγραφικό έργο.
Είναι παράλληλα ένα σχέδιο συμμετοχής και ένας δίαυλος επικοινωνίας προς όλους, όπου ο καθένας έχει τον δικό του ρόλο και όπου δεν χωρούν σκοπιμότητες.
Είμαι αισιόδοξος ότι θα συνεχίσω να συμμετέχω σ’ αυτή την περιπέτεια.
Βιογραφικό.
Ο Μανώλης Σαριδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1961.
Πατέρας του ήταν ο ζωγράφος Δημήτριος Γ. Σαριδάκης.
Σπούδασε από το 1981 έως το 1986 στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στο Προκαταρτικό εργαστήριο με καθηγητή το Δημήτρη Μυταρά και κατόπιν στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη τον οποίο διαδέχθηκε το ακαδημαϊκό έτος 1984/5 ο Δημήτρης Μυταράς.
Στη δουλειά του ζητήματα υφής, υλικότητας, επεξεργασίας, ρυθμού καθώς και συμβολικές προεκτάσεις και ερμηνείες επιχειρούν να οδηγήσουν το έργο πέρα από τη τυπική περιγραφική απόδοση.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.