Συνέντευξη στη δημοσιογράφο-συγγραφέα Σεμίνα Διγενή www.facebook.com/semina.digenic
Αν κάποια βράδια στην τηλεόραση παραβλέψεις την παραποιημένη ειδησεογραφία, τα προσβλητικά reality και την επιτηδευμένη διασκέδαση, μπορεί να ανακαλύψεις μια μαγική χρονοκάψουλα που θα σε βγάλει κατευθείαν στο αγριεμένο σύμπαν του μεταπολεμικού Θεσσαλικού Κάμπου.
Αν μπεις μέσα, θα καταφέρεις να δεις, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το καλοσυνάτο πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας να εναλλάσσεται με το βίαιο και το αιματοβαμμένο.
Θα νιώσεις τον τρόμο και το κακό που προκαλούσαν γύρω τους οι άρχοντες του κάμπου, αλλά και το πώς εκφράζονταν η πραγματική στήριξη, η συμπόνια και η αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη μιας μικρής, φτωχικής κοινότητας που στέναζε από την εκμετάλλευση και τη βαρβαρότητα των παιχνιδιών εξουσίας των αφεντικών. Δεν θα προλαβαίνεις να παρακολουθείς το πώς οι μεγάλοι έρωτες και τα απαγορευμένα πάθη μπλέκονται με το σκληρό πόκερ των τσιφλικάδων στις πλάτες των χωρικών.
Δεν πρόκειται να πλήξεις στιγμή. Θα νιώσεις πως βρίσκεσαι κι εσύ εκεί, ανάμεσα σε ίντριγκες, δολοπλοκίες, παρακράτος, χουντικούς, τρομοκρατία, ναζιστές, χαφιέδες, ομοφοβικούς, βασανιστές, διεστραμμένους, κακοποιημένες γυναίκες, ρατσιστές, δολοφόνους… Θα μάθεις – αν δεν το ήξερες ήδη – τι συνέβαινε στις εξορίες, πώς και γιατί κυνηγούσαν τους κομμουνιστές, πώς βασανίζονταν οι άνθρωποι στα ξερονήσια, πώς εξυφαίνονταν οι συνωμοσίες, ποιοι υπέγραφαν τα συμβόλαια θανάτου, πώς στήνονταν οι μεγάλες ληστείες της δημόσιας περιουσίας κ.λπ. Ισως και να νιώσεις – όπως εγώ – μια επώδυνη αίσθηση επίθεσης εντόμων με κεντριά.
Λογικό. Μιλάμε για τη σειρά «Αγριες Μέλισσες», που απέδειξε πως αφού η Ιστορία δεν διδάχτηκε αντικειμενικά στα σχολεία (ειδικά της συγκεκριμένης σκοτεινής περιόδου), μια παρέα σημαντικών ανθρώπων της τηλεόρασης μπορεί, ξέρει και τολμά να το κάνει. Και τότε, ναι, η αλήθεια έχει όχι μόνο ενδιαφέρον, αλλά και τηλεθέαση.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία ιδέα να γνωρίσουμε και τον ενορχηστρωτή αυτής της δουλειάς, που υπογράφουν αριστοτεχνικά οι άξιοι Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρος Καλκόβαλης, τον Λευτέρη Χαρίτο.
Ο βραβευμένος σκηνοθέτης που ήθελε να γίνει φυσικομαθηματικός, τελικά σπούδασε σκηνοθεσία και τηλεόραση στο «Royal College of Art» του Λονδίνου, γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, βρήκε τη φόρμουλα που τεντώνει το 24ωρο, σκηνοθετεί μια σειρά ταινιών μυθοπλασίας μικρού μήκους, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ, μια καθημερινή «ταινία» εποχής, διδάσκει Κινηματογράφο σε σχολεία της Ελλάδας και του εξωτερικού και δεν σταματάει να ονειρεύεται να κάνει ταινίες. Πολλές ταινίες.
Ενας σκηνοθέτης που αποφασίζει να κάνει καθημερινή σειρά εποχής πρέπει να είναι καμικάζι ή να έχει άγνοια κινδύνου; Και τα δύο, πιστεύω. Αρχικά είχα άγνοια κινδύνου. Να διευκρινίσω βέβαια ότι οι «Αγριες Μέλισσες» δεν είναι το τυπικό καθημερινό που έχουμε συνηθίσει όλοι. Αρα η άγνοια συνδυάστηκε και με ένα ζητούμενο ποιότητας το οποίο έθεσα στον εαυτό μου από την αρχή, κάτι που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Οσον αφορά τον καμικάζι, αυτό έμαθα να γίνομαι, χωρίς πάντα να έρχεται η συντέλεια του κόσμου. Μαθαίνεις τελικά σε δύσκολες συνθήκες.
Φαντάζομαι πως οι «Μέλισσες» είναι ένας άθλος για όλους τους συντελεστές τους, αφού είναι σαν να γυρίζεται μία μεγάλου μήκους ταινία κάθε τρεις μέρες. Επίσης είναι άθλος και από πλευράς περιεχομένου. Δεν συνηθίζεται να θίγονται αντικειμενικά στην τηλεόραση σήμερα ζητήματα κοινωνικά και πολιτικά, ούτε μιλάει κανείς εύκολα για εξορίες, δολοφονίες κομμουνιστών, παρακράτος κ.ά. Πώς το τολμήσατε; Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τους σεναριογράφους. Η δεύτερη σεζόν τελείωνε λίγο πριν την επταετία. Αρα ήταν επόμενο η συνέχεια να είναι αυτή. Το ζήτημα είναι ότι η ελληνική τηλεόραση συνήθως δεν πραγματεύεται πολιτικά θέματα. Εκεί έγκειται η τόλμη, στην απόφαση να μιλήσουμε για μία εποχή κοντινή, με ανθρώπους εν ζωή και μνήμες νωπές. Γενικά είμαστε ένας λαός που δεν θίγει εύκολα ιστορικά θέματα, ειδικά σε μια καθημερινή σειρά υψηλής απήχησης. Δεν κάναμε ντοκιμαντέρ, αλλά μυθοπλασία, και αυτή η περίοδος σε ελάχιστες κινηματογραφικές ταινίες έχει συζητηθεί. Η απόφαση τελικά ήταν κοινή, δηλαδή είπαμε «πάμε να το κάνουμε» γιατί είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα. Εξάλλου, μόνο επειδή η σειρά είχε ήδη αγαπηθεί άντεχε ένα τέτοιο τόλμημα. Δεν θα μπορούσε ποτέ αυτή να είναι μία πρώτη σεζόν.
Διάβασα πως η γιαγιά σου ήταν καθαρίστρια στα πρώτα στούντιο του Φίνου και ότι ο πατέρας του Φιλοποίμενα Φίνου βάφτισε τον μπαμπά σου. Πώς ξεκίνησε να σε σαγηνεύει ο κινηματογράφος; Μεγάλωσα μέσα στο σινεμά. Οχι με γονείς επαγγελματίες του χώρου. Ο πατέρας μου ήταν εραστής του κινηματογράφου και κριτικός κινηματογράφου. Από πολύ νωρίς είδα όλα τα μεγάλα αριστουργήματα της Εβδομης Τέχνης, ακόμα κι αν δεν καταλάβαινα πολλά. Ο πατέρας μου συζητούσε μαζί μου για ταινίες πριν ακόμα καταλάβω τη σημασία ενός Χίτσκοκ. Και η πρώτη μου επαφή με όλους αυτούς τους «μεγάλους» έγινε σε τόσο τρυφερή ηλικία, που πήραν όλοι τους μέσα μου τεράστιες διαστάσεις. Οι αθάνατες εικόνες με σαγήνευσαν και με σημάδεψαν με ανεξίτηλο τρόπο.
Ο πατέρας σου που ήταν και κριτικός κινηματογράφου, και «έφυγε» πρόσφατα. Πώς σε επηρέασε; Ο πατέρας μου είχε ένα τρομερό προσόν: Εβλεπε πάντα το καλύτερο στις ταινίες. Δεν ήταν επιεικής. Του άρεσε να βρίσκει το καλό. Αυτό πέρασε και σε μένα. Ομως είχε τεράστια υπομονή. Τα τελευταία χρόνια στα φεστιβάλ έβλεπε 6-7 ταινίες την ημέρα. Κάθε χρόνο έψαχνε τρόπους να κάνει νέο ρεκόρ. Ηταν επίσης πολύ αγαπητός σε όλους τους νέους κινηματογραφιστές. Πολλοί συνάδελφοι αποφάσισαν να μείνουν στο επάγγελμα, μετά τον καλό λόγο που είχε πάντα για τις μικρού μήκους ταινίες.
Εσύ, που βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην τηλεόραση και με το άλλο στο σινεμά, πιστεύεις πως θα μπορούσαν ποτέ να συμπράξουν στην Ελλάδα αυτοί οι δύο κόσμοι; Αυτό μετά τις «Μέλισσες» πιστεύω πως είναι κάτι που πρέπει να προσπαθήσω να συμβεί. Είναι κρίμα να μην ενωθούν οι δυνάμεις δύο χώρων με πολλά αλλά διαφορετικά καλά μεταξύ τους. Ηδη για του χρόνου γίνονται σειρές με κινηματογραφικούς σκηνοθέτες. Αυτό είναι κάτι υγιές και κάτι που γίνεται σε όλο τον κόσμο, άρα γιατί όχι και εδώ. Το μεγάλο θέμα για μένα είναι πώς το τηλεοπτικό προϊόν θα φύγει στο εξωτερικό. Αυτό έχει συμβεί με την εγχώρια κινηματογραφία. Πολλές ταινίες μας πλέον διαπρέπουν σε ξένες χώρες. Και εγώ έκανα πριν τις «Μέλισσες» ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, το «Dolphin Man», μία ταινία που προβλήθηκε σε πολλές χώρες του κόσμου. Αν καταφέρουμε και οι σειρές μας να πουληθούν, τότε θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ εδώ και λίγο καιρό με την ανάπτυξη τέτοιων σχεδίων.
Πρέπει να μελετάτε όμως και την οικονομική και εμπορική πλευρά των πραγμάτων, και όχι μόνο την καλλιτεχνική. Ακριβώς. Η τηλεόραση αναγκαστικά είναι πολύ πιο κοντά στον μεγάλο αριθμό των θεατών. Οι ταινίες έχουν κι άλλα κριτήρια. Θα ήταν ωραίο και η τηλεόραση να αποκτήσει και καλλιτεχνικά κριτήρια. Οι «Μέλισσες» προσπάθησαν να ανήκουν και στους δύο κόσμους. Είναι δύσκολο πολύ αυτό, ειδικά με τους ρυθμούς που δουλεύουμε.
Αληθεύει πως όταν δέχεσαι καλές προτάσεις παθαίνεις κατάθλιψη; Γέλασα με αυτήν την ερώτηση. Είναι κάτι που πολύ λίγοι δικοί μου άνθρωποι γνωρίζουν, και με κοροϊδεύουν γι’ αυτό. Το παθαίνω, ναι. Κυρίως για την ευθύνη των πραγμάτων. Επειδή ξέρω τις συνθήκες, τον κόπο, την ευθύνη να ξοδεύεις τα χρήματα κάποιου τρίτου, και φυσικά την ευθύνη να πληρώσει κάποιος για να δει μια ταινία, ή το βράδυ στο σπίτι του να του κάνεις παρέα για να δει μια σειρά μετά από μια δύσκολη μέρα. Η σειρά κράτησε παρέα σε πολλούς ανθρώπους μέσα στην πανδημία, και αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο.
Ποιο είναι το μεγάλο σου στοίχημα για την επόμενη διετία; Μαθαίνω για podcasts μυθοπλασίας. Πώς ακριβώς το φαντάζεσαι; Δεν ξέρω αν έχω μεγάλο στοίχημα. Τα podcasts είναι κάτι που αγαπώ χρόνια τώρα. Συναντήθηκα με την Κατερίνα Μπακογιάννη, δημοσιογράφο, και μοιραστήκαμε την αγάπη μας για αυτά, και μετά την ίδρυση του pod.gr κάναμε νέα δική μας εταιρεία, την «Melon Media». Εκεί τώρα κάνουμε, σε συνεργασία με το Soundis του ΑΝΤ1, το επίσημο podcast των «Αγριων Μελισσών», και έρχεται ένα τέλειο crime podcast για τη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή. Πέρα από αυτό, τελειώνω μία σειρά ντοκιμαντέρ στο «Cosmote History» με θέμα την ιστορία της διάσωσης των αρχαίων ελληνικών κειμένων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κάποια σειρά θα ετοιμάσω για τη νέα σεζόν και μετά ίσως προσπαθήσω να κάνω μία ταινία. Γενικά δεν κάθομαι ποτέ.
Υπάρχει κάτι που σε μπερδεύει σ’ αυτήν την εποχή; Ποιο θεωρείς πως είναι το κρίσιμο ζήτημά της; Ωραία ερώτηση! Από τη μία όλα γίνονται πάρα πολύ γρήγορα, από την άλλη τα μεγάλα γίνονται πάντα αργά. Η εμβάθυνση στα πάντα θέλει χρόνο. Δυστυχώς όλη αυτή η ιστορία με τα social media είναι χρονοβόρα. Ξεμάθαμε στην έννοια «ξοδεύω χρόνο για κάτι», γίναμε ανυπόμονοι. Εμένα με μπερδεύει τι είναι αυτό που μετά από όλη αυτήν την προσπάθεια θα βοηθήσει το παιδί μου να γίνει καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω καμιά φορά τι να πω και τι να κάνω, οπότε δίνω μία ελεγχόμενη ελευθερία και ελπίζω στο καλύτερο. Στις «Μέλισσες» πήγα κόντρα στη βιασύνη. Είπα στους ηθοποιούς να κάνουν παύσεις. Η τηλεόραση στην Ελλάδα φοβάται τους πιο αργούς χρόνους. Το κέρδισα το στοίχημα αυτό. Οταν υπάρχει κείμενο και όταν έχεις έναν ηθοποιό που μπορεί να γεμίσει τη σιωπή, τότε όλοι κάνουμε υπομονή και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει. Αυτό με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο.
Πώς κρίνεις τη στρατηγική που ακολουθείται σήμερα σε όλα τα μέτωπα – πανδημία, ακρίβεια, φυσικές καταστροφές, Εργασιακά, εξωτερική πολιτική κ.λπ.; Υπάρχουν περιπτώσεις που αισθάνεσαι πολίτης β’ κατηγορίας; Αυτή είναι μία πολιτική ερώτηση. Δεν ξέρω αν το σήμερα διαφέρει πολύ από το χτες, ως προς το τι πολίτης αισθάνομαι. Δυστυχώς υπήρχε πάντα μία απαξίωση στην έννοια πολίτης. Ολοι νοιάζονται για εμάς και τελικά κανένας δεν γνωρίζει τις πραγματικές μας ανάγκες. Τα προβλήματα στη χώρα χρονίζουν, αλλά δεν είδα ποτέ διάθεση να βρεθεί λύση. Είμαι απογοητευμένος πολιτικά, όχι μόνο από το σήμερα. Χρόνια τώρα. Δεν λέω ότι είναι όλοι ίδιοι. Οχι αυτό, με τίποτα.
Πού νομίζεις ότι θα οδηγήσει η μεγάλη λαϊκή αγανάκτηση και η οργή που παρατηρήθηκε, όπως π.χ. τις μέρες του μεγάλου χιονιά; Πιστεύω πως η καθημερινότητα πια είναι μία πολύ δύσκολη πίστα για οποιονδήποτε. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν ευθύνη στον άλλον ή πάντα στην εξουσία. Με ενοχλεί πολύ αυτό. Κάθε πολίτης, εκτός από την προσωπική του ευθύνη, ως μέλος της κοινωνίας οφείλει να προσφέρει αυτό που μπορεί για το κοινό καλό. Δεν πιστεύω πως θα οδηγήσει κάπου. Εχουμε μικρή μνήμη. Με το που τελειώνει το πρόβλημα ξεχνάμε και πως υπήρξε. Μακάρι να παραδειγματιστούν όλοι και την επόμενη φορά να είμαστε πιο έτοιμοι.
Είναι πολύ κρίσιμο το θέμα της μνήμης, συμφωνείς; Απολύτως. Το βλέπω αυτό με τα πάντα γύρω. Ενας άνθρωπος κατηγορείται για revenge porn και λίγες μέρες μετά, που τον ξεχνάνε τα social media, τον ξεχνάμε κι εμείς. Θυμίζω πως ζούμε σε μία χώρα όπου καμία παραίτηση δεν έγινε ποτέ ζητούμενο. Αυτό είναι σκανδαλώδες. Ποτέ κανείς δεν παραιτήθηκε επειδή διαχειρίστηκε κάτι με λάθος τρόπο. Αρα, γιατί και οι πολίτες να κάνουν τελικά κάτι; Η λαϊκή οργή γίνεται ένα ακόμα post στο Facebook. Και μετά από λίγο γίνεται ηλεκτρονική μνήμη στη σελίδα μας. Ξέρω πως πολλοί άνθρωποι μάχονται καθημερινά από όλα τα πόστα, όμως είμαι απαισιόδοξος με την έννοια της συλλογικότητας. Δεν το έχουμε καθόλου αυτό. Πρέπει να κατακτηθεί.
Αρα ποιο μπορεί να είναι το κρίσιμο βήμα; Είναι το να κατανοήσουμε πως το ξεκαθάρισμα που γίνεται κάθε μέρα με κόπο, σε σχέση με τα δύο φύλα και σε σχέση με την κάθε μορφής βία, είναι τόσο μα τόσο καλό. Αν συνεχιστεί αυτό θα εξαφανιστούν όλοι αυτοί που τόσα χρόνια ασκούν βία σε γυναίκες, παιδιά, εργαζόμενους και σε άτομα στα οποία βάζουν την ετικέτα του περιθωριακού. Είναι τρομερό το τι κρυβόταν και τι κρύβεται ακόμα μέσα σε σπίτια και χώρους δουλειάς, αλλά σιγά σιγά πλέον μπορεί κάποιος να μιλήσει γι’ αυτά χωρίς φόβο.
Ποιον ήρωα των «Μελισσών» θα επέλεγες για φίλο/η σου σήμερα και γιατί; Αγαπώ όλους τους χαρακτήρες πολύ. Είναι σαν παιδιά μου, αφού τους έχω επιλέξει έναν έναν, με πολλή σκέψη και κόπο. Βέβαια δεν θα μπορούσα να τους έχω όλους φίλους. Σίγουρα θα έπινα καφέ με την μαμά του αστυνόμου Προύσαλη, την κυρά Δέσπω. Θα της ζητούσα συμβουλές για τα πάντα. Αλλά νομίζω και στο καφενείο θα περνούσα μία χαλαρή ώρα, να τους ακούω να πειράζουν ο ένας τον άλλον, και μετά να τσακώνονται, και μετά πάλι να φιλιώνουν.
Αν η Ελλάδα ήταν ταινία, ποια πιστεύεις πως θα ήταν; Ο πιο Ελληνας όλων των σκηνοθετών θεωρώ πως είναι ο Σταύρος Τσιώλης. Η Ελλάδα είναι οποιαδήποτε ταινία του Τσιώλη. Ομως η ταινία που μου ήρθε πρώτη στο μυαλό μόλις διάβασα την ερώτηση είναι το «Μ’ Αγαπάς;» του Γιώργου Πανουσόπουλου. Ενα καλοκαίρι, έρωτες, σώματα γυμνά, ηδονή παντού.
Με τον Lefteris Charitos συζητάμε στο “Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου”. https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/2/2022&id=18506&pageNo=32