Κώστας Ευαγγελάτος: “Η οπτική τέχνη – OP ART του Victor Vasarely”

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης

Ο Βαζαρελί / Victor Vasarely γεννήθηκε το 1906, στην πόλη Πεκς της Ουγγαρίας. Ο πρώτος του πίνακας με βουκολικό τοπίο χρονολογείται στα 1918. Μετά  το λύκειο, ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Σύντομα τις εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην τέχνη. Το 1927 γράφτηκε στην Ακαδημία Ποντολίνι-Φόλκμαν όπου έλαβε τις πρώτες ακαδημαϊκές ζωγραφικές γνώσεις. Το 1929 φράφτηκε στη σχολή «Εργαστήριο» του Αλεξάντερ Μπόρτνυϊκ, πρωτοπόρου της ουγγρικής τέχνης, εκπρόσωπου του Μπάουχαους στη Βουδαπέστη.

Τα μαθήματα παραδίδονταν στο σπίτι του Μπόρτνυϊκ. Περιλάμβαναν θεωρία και πρακτική στην αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, με έμφαση στις γραφικές τέχνες και στην τυπογραφία. Εκεί, ο Βαζαρελί μελέτησε τις αρχές του αφηρημένου σχεδίου και άρχισε να απομακρύνεται από τις αντικειμενικές αναπαραστάσεις. Το 1930 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ως σχεδιαστής διαφημιστικών εταιριών. Παράλληλα επεξεργαζόταν την ιδέα να ιδρύσει σχολή στα πρότυπα του Μπάουχάους, στο Παρίσι, προσαρμόζοντας ορισμένα από τα έργα του στους σκοπούς της διδασκαλίας. Από το 1942 -1944, έζησε εκτός Παρισιού. Αφοσιώθηκε τότε στις γραφιστικές σπουδές  και στη μοντέρνα ζωγραφική, μελετώντας το έργο των Πάουλ Κλέε, Αντουάν Πέβσνερ, Σοφί Τάουμπερ-Αρπ. Το 1944, πραγματοποιήθηκε έκθεση με γραφιστικά έργα και διαφημίσεις του Βαζαρελί, στη γκαλερί της Ντενίζ Ρενέ στο Παρίσι. Τα επόμενα χρόνια διαμόρφωσε την τεχνική του σε περισσότερο αφαιρετικές φόρμες. Το 1955 συντόνισε την ομαδική έκθεση με τίτλο Le Mouvement -Η Κίνηση και εξέδωσε  το «Κίτρινο Μανιφέστο», στο οποίο ανέπτυξε τις μοντερνιστικές ιδέες του. Η έκθεση ήταν επικεντρωμένη στην «κινητική τέχνη» και συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Μαρσέλ Ντυσάν, Μαν Ρέι και Αλεξάντερ Κάλντερ.

Ο Βαζαρελί καθιερώθηκε ως ένας από τους προδρόμους της Op Art-Οπτικής Τέχνης και ηγετική μορφή των νεωτεριστικών καλλιτεχνικών τάσεων, γεγονός που οδήγησε σε βραβεύσεις του, διακρίσεις ή συμμετοχές του σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις. Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο διέμεινε στο προάστιο Αρκέιγ. Για μια τριετία, ολοκλήρωσε αρκετές ελαιογραφίες, επηρεασμένος από τα σύγχρονα ρεύματα του φουτουρισμού, του κυβισμού και του υπερρεαλισμού. Ο ίδιος ο Βαζαρελί θεώρησε τα έργα αυτά ως ένα «λάθος δρόμο» στην πορεία του και τα επόμενα χρόνια άντλησε στοιχεία από τον κονστρουκτιβισμό, αναπτύσσοντας την δική του ιδιαίτερη γεωμετρική αφαίρεση. Το καλοκαίρι του 1947, μετακόμισε στην παραλιακή πόλη Μπελ-Ιλ της Βρετάνης, που υπήρξε αρκετά σημαντική στην εξέλιξή του, έτσι ώστε να χαρακτηρίσει την εκτεταμένη περίοδο δημιουργίας του Μπελ-Ιλ, η οποία  καλύπτει συνολικά το διάστημα 1947-1958. Τα έργα που ανήκουν σε αυτή σηματοδότησαν ένα νέο ξεκίνημα της πορείας του προς την αφαίρεση. Στα έργα αυτής της περιόδου υιοθετεί την απόδοση λείων χρωματικών επιφανειών, αποφεύγοντας τις ευδιάκριτες πινελιές. Χαρακτηριστικές οι συνθέσεις του Φόρος τιμής στον κορυφαίο της ρωσικής πρωτοπορίας Μάλεβιτς.

Το 1964 του απονεμήθηκε το βραβείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη ενώ σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην έκθεση έργων «Φως και Κίνηση» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, το 1967. Το 1970 ονομάστηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και έξι χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε το Ίδρυμα Βαζαρελί, σχεδιασμένο και χρηματοδοτημένο από τον ίδιο, καθώς και το Μουσείο Βαζαρελί στο πατρικό του σπίτι, στην πόλη Πεκς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ίδρυσε το Ίδρυμα Βαζαρελί στο Αιξ-αν-Προβάνς της νότιας Γαλλίας. Ο ίδιος σχεδίασε το κτίριο που το στεγάζει, εφαρμόζοντας τις εικαστικές του ιδέες σε μεγάλη κλίμακα. Το 1971 εγκαινιάστηκε το διδακτικό μουσείο στη πόλη Gordes της Νότιας Γαλλίας, το οποίο επισκέφθηκα το 1994 κατά τη διάρκεια διεθνούς εικαστικού συμποσίου που συμμετείχα στην Αβιβιόν. Στο υποβλητικό παλαιό οικοδόμημα μελέτησα τα άφθονα δημιουργήματα όλων των τεχνοτροπικών και τεχνικών εφαρμογών του. Σχέδια, χαρακτικά, πολλαπλά, ταπισερί, κινητικά γλυπτά,  ντοκουμέντα, εκδόσεις τέχνης με διδακτική αξία και ευχάριστη προσέγγιση. Το 1987 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Βαζαρελί στη Βουδαπέστη. Ο διάσημος Βαζαρελί πέθανε το 1997 στο Παρίσι.

Το έργο του διαπνέεται συνολικά από την κοινωνική λειτουργία της τέχνης και την επιδίωξή του να ενσωματώσει το καλλιτεχνικό έργο στην χρηστική καθημερινότητα. Βασιζόταν στην άμεση οπτική αντίληψη του θεατή, ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό του υπόβαθρο ή την παιδεία του. Υποστήριζε πως η τέχνη του μέλλοντος θα έπρεπε να είναι προϊόν προγραμματισμού και μαζικής παραγωγής, με βάση το «πλαστικό αλφάβητο» που επινόησε στη δεκαετία του 1950. Στα έργα αυτής της περιόδου υιοθετεί την απόδοση λείων χρωματικών επιφανειών, αποφεύγοντας τις ευδιάκριτες πινελιές, που άλλοτε χαρακτήριζαν πίνακες της περιόδου Μπελ-Ιλ. Τα «κινητικά» έργα του Βαζαρελί ακολούθησαν εκείνα της σειράς με γενικό τίτλο «Άσπρο-Μαύρο» (1954-1960), τα οποία χαρακτηρίζονταν από ασπρόμαυρα είδωλα, τοποθετημένα συμμετρικά ή το ένα πάνω στο άλλο, έτσι ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται, τα οποία ενσωμάτωναν μία γενικότερη ιδέα του Βαζαρελί, αυτή της χρήσης δυαδικών στοιχείων σε μία συγκεκριμένη αλληλουχία. Στο «Κίτρινο Μανιφέστο» ο Βαζαρελί περιέγραψε την έννοια του «εικαστικού ψηφίου», ένα είδος βασικής «εικαστικής μονάδας».

Η βασική του δομή περιλάμβανε ένα τετράγωνο συγκεκριμένων διαστάσεων, στο οποίο απεικονιζόταν ένα άλλο έγχρωμο γεωμετρικό σχήμα. Σε αντίθεση με την εκδοχή του δυϊσμού «άσπρο-μαύρο», το «εικαστικό ψηφίο» ήταν πλέον δυνατό να αναπαράγεται σε έναν απεριόριστο αριθμό παραλλαγών. Οι εικαστικές αυτές δομές συγκροτούσαν το «πλαστικό αλφάβητο» του Βαζαρελί, το οποίο παρουσίασε στην έκθεση «Πλανητικό Φολκλόρ» του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού το 1963. Το «πλαστικό αλφάβητο» πρότεινε μια μαζική παραγωγή έργων τέχνης με την χρήση βιομηχανικών μεθόδων, αλλά ήταν και μέσο μιας παγκόσμια κατανοητής αισθητικής, χωρίς να αγνοεί την ατομική ιδιαιτερότητα του δημιουργού. Το 1957 κατοχύρωσε την επινόηση του με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Γενικά η  έννοια του πλαστικού αλφαβήτου ήταν συνδεδεμένη με τις ιδέες του Βαζαρελί σχετικά με τη δυνατότητα να μετατραπεί η τέχνη σε ένα είδος ικανό να προγραμματίζεται και να αναπαράγεται, σε συνδυασμό με τον «εκδημοκρατισμό» της τέχνης. Σύμφωνα με τον ίδιο: «η τέχνη του μέλλοντος ή θα αποτελεί έναν θησαυρό για όλους ή δεν θα είναι καθόλου τέχνη».

(Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ.)