Το εγχείρημα για μια αναλυτική περιγραφή ιχνηλάτιση του φαινομένου και της διαδικασίας της εικαστικής έκφρασης έχει άμεση σχέση με την προσέγγιση της δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας.
Η εντρύφηση σε φιλοσοφικά δοκίμια και θεωρητικές απόψεις για την τέχνη μας διαφωτίζουν για θέματα τέχνης. Όμως μόνο μία μέθοδος που βασίζεται, αφενός στην προσφερόμενη θεωρητική γνώση και αφετέρου στην υποκειμενική εμπειρία, μπορεί να μας οδηγήσει σε μία προσέγγιση αυτού του «Κάτι», που όπως το κύτταρο αποτελεί τη βάση της ζωής, αποτελεί το στίγμα της καλλιτεχνικής δράσης.
Η πραγματοποίηση των εικαστικών αναζητήσεων σε σχέση με την έννοια του ατομικού και γενετικού στοιχείου, που ελλοχεύει σε κάθε έργο τέχνης, πριν να σχολιαστεί με εγκεφαλικές συσχετίσεις και να αναλυθεί με ένα εκλογικευμένο στα πλαίσια του εφικτού συναίσθημα, είναι ανάγκη να αναχθεί σε ένα σύμβολο-αλληγορία, που να μας φανερώνει την φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στη θανάτωση της Μέδουσας από τον Περσέα και στην διάσωση της Ανδρομέδας, διακρίνουμε τον αγώνα του δημιουργού να ανακαλύψει μια μορφή τέχνης ικανή να δαμάσει τις δυνάμεις που απειλούν να αποσυνθέσουν τον ίδιο και τον κόσμο. Ο μύθος της Μέδουσας μας δίνει το κλειδί ανάλυσης της δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας. Σύμφωνα με τον μύθο ο Περσέας αποφεύγει το θανατηφόρο βλέμμα της Μέδουσας, κοιτάζοντας μέσα στην αστραφτερή ασπίδα του, εκεί που αντικατοπτρίζεται η πράξη του.
Αναλογικά και ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να κατακτήσει την μορφή του άμεσα και με την λογική. Πρέπει να αναζητήσει το προσωπείο του με τον στοχασμό στην υποκειμενική ανάλυση της πράξης του. Ο Περσέας αποκεφαλίζει την Μέδουσα και σηκώνει ψηλά το προσωπείο της αποστρέφοντας ευλαβικά το βλέμμα του. Ο Μύθος μας λέει ότι από το αίμα της Μέδουσας ξεπήδησε ο φτερωτός Πήγασος. Το πλήρες έργο τέχνης που συμβολίζει ο Πήγασος – ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα γλυπτό, ένα αντικείμενο περίτεχνα οργανωμένο – ξεπηδά στην οπτική πραγματικότητα από το αίμα του Θανάτου και έτσι ο καλλιτέχνης λυτρώνεται από το όραμά του.
Αληθεύει ότι το σύμβολο σαν σχηματική μορφή και μυστηριακή προέκταση της ιστορικοκοινωνικής εμπειρίας υφίσταται μία κληρονομική μετάλλαξη και η ανάλογη χρήση του το αναγεννά ή το ναρκώνει. Επίσης είναι παραδεκτό ότι η πολύπλοκη και πολλές φορές αντιφατική φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι για τον καλλιτέχνη μια υπαρξιακή ανάγκη, εφάμιλλη με τις ζωτικές ανάγκες του και ιδιαίτερα τη σεξουαλική ροπή του.
Αυτό το δημιουργικό «κάτι» λοιπόν αποτελεί την εικαστική ουσία της συνεχούς δημιουργικής ροής του άκρως υποκειμενικού, αλλά ταυτόχρονα και πλήρως αντικειμενικού κόσμου του καλλιτέχνη, σε συνάρτηση με τον κόσμο των ιδεών και παραστάσεων – εμπειριών που φωλιάζουν στην ατομική του ύπαρξη. Η συνάρτηση αυτή μέσα από μια φυσιολογική διεργασία κρίσης – σύγκρισης – κατάταξης και επιλογής οδηγεί από το φαινομενικό Μηδέν σε μια οπτική πραγματικότητα.
Η πορεία ερμηνείας αυτής της οπτικοποίησης από τον Αριστοτέλη είναι αιτιολογική. Αφορμάται δηλαδή από το αποτέλεσμα, για να αναχθεί στα αίτια που το προκάλεσαν. Η αναζήτηση της κινητήριας αιτίας από τους αρχαίους, αλλά και τους νεώτερους και σύγχρονους στοχαστές, όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, έχει δώσει επαγωγικά διάφορα συμπεράσματα:
Προέλευση του έργου τέχνης είναι η Τέχνη, που είναι κατ’ ουσία Ποίηση.
Μέσα στο καλλιτεχνικό έργο ενεργοποιείται η Αλήθεια, που είναι η αποκάλυψη των όντων μέσα στο Είναι τους. Η δημιουργική φανέρωση ενός κόσμου είναι ό,τι βασικότερο πετυχαίνει το καλλιτέχνημα. Άρα η εικαστική αναγωγή στο Σύμβολο της ουσίας του έργου τέχνης γίνεται μέσα από το αέναο «συμβάν» της Αλήθειας. Βέβαια ο Φρειδερίκος Νίτσε αποδίδει τη γένεση του καλλιτεχνήματος στην διαμάχη του Απολλώνιου με το Διονυσιακό στοιχείο και κατά τον Άλμπρεχτ Ντύρερ η Τέχνη βρίσκεται μέσα στη φύση και πρέπει να την αποσπάσει με τη σπουδή του ο καλλιτέχνης. Κατά τη Φροϋδική άποψη, που ξεκλείδωσε την υποσυνείδητη και την ασυνείδητη ζωή, η καταπιεσμένη και διαστρεβλωμένη «λίμπιντο» εκφράζεται με την τέχνη, που αντικατοπτρίζει το άρρωστο «εγώ» ζητώντας να απελευθερωθεί από τις συμβάσεις. Όλοι όμως συμφωνούν ότι βασικό στοιχείο για την αναγωγή στην ουσία της τέχνης είναι η Αλήθεια. Η αλήθεια, σαν συμφωνία της γνώσης με τα αντικείμενα, ωθεί προς το δημιουργείν. Εάν δεχθούμε ότι το έργο τέχνης είναι προϊόν της ποιητικής συμφωνίας του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη με το αισθητικό αντικείμενο, τότε μπορεί να ισχύει κριτήριο αξιολόγησης του έργου του η ταύτιση του με αυτό.
Είναι αποδεκτό ότι κάθε έργο του Picasso κρίνεται ως αριστούργημα, επειδή είναι συνυφασμένο απόλυτα με την ιδιοφυή καλλιτεχνική του δεινότητα και την δυναμική του προσωπικότητα, που μετουσίωνε τη γραμμή σε ψυχοσχηματικό σύμπαν. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, κριτήριο δεν παρέχει το έργο καθεαυτό – ο αισθητισμός, το θέμα, η τεχνική αρτιότητα δεν επαρκούν – αλλά το εν δυνάμει προσωπικό ύφος του δημιουργού.
Η αναπαράσταση της ζωής, που δεν είναι μία απλή μίμηση, αλλά αναπαράγει, αναδιαρθρώνει και αναδημιουργεί σε τελευταία φάση το φαινόμενο της ζωής μέσα από την εικαστική έκφραση, συντελεί στην εννοιακή τοποθέτηση του όρου καλλιτέχνης – εικαστικός δημιουργός. Όλοι οι –ισμοί έχουν κριτήριο αξίας που βασίζεται στην αναλογία της προσωπικής ταύτισης του εικαστικού καλλιτέχνη με αυτούς. Όταν η ταύτιση είναι έντονη κάθε στιγμή της εκφραστικής εκδήλωσης, μπορεί να δίνει σημαντικά αποτελέσματα. Υπάρχει βεβαιότητα στην Βαβυλώνιο που χάραξε τον κώδικα του Χαμουραμπί και στον τεχνίτη της Θήρας που απεικόνισε στις τοιχογραφίες του την Άνοιξη. Υπάρχει ταύτιση του Ρέμπραντ με τις φωτοσκιάσεις των μορφών του, όπως υπάρχει ταύτιση του Μπράκ με τους σχηματικούς όγκους. Υπάρχει βεβαιότητα στον Κλέε, για την μουσικότητα των χρωμάτων και στον Σβίττερς για την αξιοποίηση των άχρηστων υλικών. Υπάρχει βεβαιότητα στον Καντίνσκυ για τις ιδιότητες των χρωμάτων και στον Γουόρχολ για την αναπαραγωγή των pop συμβόλων.
Μέσα στο αντιφατικό φάσμα του κόσμου και της ζωής η τέχνη είναι ένα αέναο συμβάν πολλαπλασιασμού της δημιουργίας. Όλοι ανάλογα με τις δυνάμεις και τις ιδέες τους μπορούν να μετέχουν σε αυτό το συμβάν.
Η αναλυτική προσέγγιση λοιπόν της ατομικής ενέργειας πηγάζει από μια διαδοχή στιγμιαίων καταγραφών, που ολοκληρώνουν και προεκτείνουν συμπληρωματικά το ελλιπές μέρος του κενού χώρου.
Όλη αυτή η διαδικασία που βασίζεται στο γινόμενο του αριθμού των εκφραστικών στιγμών επί την δυναμική αύξηση των τεχνικών ικανοτήτων του καλλιτέχνη, μας δίνει μια συνεχή άσκηση και βελτίωση του «αφαιρετικού» εικαστικού αποτελέσματος.
Συμπερασματικά καταλήγω ότι η εικαστική έκφραση είναι μια απλή όσο και αντιφατική λειτουργία του καλλιτέχνη. Λειτουργία που όπως και η γενετική προσδίδει στους απογόνους – έργα του την χροιά του προσωπικού του ύφους.