“Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.” [email protected]
Διερωτώμενος κανείς αν και κατά πόσο υπάρχει ή θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει κάποια συσχέτιση ανάμεσα στη γλώσσα και τη μετέπειτα εκπαιδευτική και κοινωνική πορεία του ανθρώπου, αρκεί να λάβει υπόψιν μια εκ των βασικότερων αρχών της Επιστήμης της Κοινωνιογλωσσολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, η γλώσσα, πέρα από εργαλείο μετάδοσης πληροφοριών, αποτελεί πολύ περισσότερο σήμα κατατεθέν του κοινωνικού κύρους των συντελεστών (πομπού και δέκτη) που συμμετέχουν σε μια διαδικασία συζήτησης όπου αυτή πρωτοστατεί. Τούτο φανερώνει ότι η σχέση γλώσσας και κοινωνίας διέπεται από τόσο ισχυρούς δεσμούς που ίσως να μην ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός πως αυτές οι δύο έννοιες δε νοούνται ως ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Είναι γεγονός λοιπόν ότι μεταξύ τους αναπτύσσεται έντονη σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοβοήθειας.
Επομένως, ότι οι γλωσσικές μας επιλογές επηρεάζουν την κοινωνική μας πορεία, αυτό πρόκειται για μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, διαπιστώνεται ότι, σε όλο το φάσμα της, η γλώσσα είναι ο μηχανισμός που βοήθησε στην δημιουργία, εξέλιξη, και πρόοδο της ανθρωπότητας. Οι λεγόμενοι πρωτόγονοι ουδέποτε είχαν κοινή γλώσσα μεταξύ τους, γεγονός που δεν τους παρείχε την δυνατότητα να γνωρίσουν τα ανεκτίμητης αξίας προνόμια μαζί με τα οποία έχουμε μάθει εμείς να ζούμε σήμερα. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα υπόλοιπα έμβια όντα. Κανένα άλλο πλάσμα του ζωικού βασιλείου δεν διαθέτει γλωσσικούς κώδικες που το βοηθούν να συνυπάρξει με όμοια είδη του και κατ’ επέκταση να εξελιχθεί μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου ως «φύσει πολιτικὸν ζῷον» από τον φιλόσοφο Αριστοτέλη. Τι σημαίνει αυτό; Ο άνθρωπος είναι ένα «ζώο» που από τη φύση του είναι πολιτικό-κοινωνικό και δεν νοείται ούτε υφίσταται ως μονάδα εκτός κάποιου ευρύτερου συνόλου. Για να μπορέσει όμως να συνεισφέρει στον περίγυρό του, επιβάλλεται να κατέχει τα κατάλληλα εργαλεία και αυτό ξεκινά από τη γλώσσα. Χωρίς τη γλώσσα θα ήταν αδιανόητη η πρόοδος όλων των τομέων που διέπουν πλέον την καθημερινότητά μας (οικονομία, πολιτική, διοίκηση κλπ.).
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην εκπαιδευτική υπόσταση της γλώσσας, αυτή παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς γλωσσικά μαθήματα είναι ελλιπές όσον αφορά στην ποιότητα της παρεχόμενης μόρφωσης. Η σημασία της γλώσσας δεν περιορίζεται μόνο στην διδασκαλία της δομής της (γραμματική, λεξιλόγιο, συντακτικό κ.α.). Πολύ περισσότερο συντείνει στην ακόμα πιο ολοκληρωμένη κοινωνική και πολιτισμική διαμόρφωση των παιδιών, μεταλαμπαδεύοντας αξίες όπως τον σεβασμό και την αποδοχή της διαφορετικότητας, την ευρύτητα των πνευματικών οριζόντων κλπ. Για αυτό είναι απαραίτητο η διδασκαλία της να γίνεται με σεβασμό απέναντι τόσο στη μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας της σχολικής αίθουσας όσο και στις μητρικές γλώσσες μεμονωμένων μαθητών που αποτελούν γλωσσικές και πληθυσμιακές μειονότητες. Και δυστυχώς αυτό είναι ένα έλλειμμα το οποίο παρατηρείται έντονα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα πολλών χωρών στον 21ο αι. Στόχος είναι πρωτογενώς η κάλυψη της προβλεπόμενης διδακτέας ύλης.
Και αυτή η αλήθεια είναι που γεννά ένα καίριο ζήτημα στις σύγχρονες κοινωνίες των οποίων η δομή ανανεώνεται και τροποποιείται διαρκώς: «Ποιες οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές παροχές της γλώσσας σε έναν κόσμο όπου φαινόμενα όπως η παγκοσμιοποίηση και η διαρκής μετανάστευση οδηγούν τα κοινωνικά σύνολα σε καθεστώς πολυπολιτισμικότητας;». Ο ρόλος της γλώσσας σε αυτό το επίπεδο είναι παραπάνω από καταλυτικός. Η νέα γενιά καλείται να μεγαλώσει κάτω από αρκετά πρωτόγνωρες συγκριτικά με παλαιότερες εποχές συνθήκες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα χρονικά της ανθρώπινης ιστορίας κρίνεται επιτακτικό να μάθουν οι μελλοντικοί πολίτες να συνυπάρχουν με συνανθρώπους τους με εντελώς διαφορετικά φυλετικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά και προπαντός γλωσσικά χαρακτηριστικά. Ελλοχεύει τεράστιος κίνδυνος κοινωνικών και γλωσσικών ανισοτήτων σε περίπτωση που το μάθημα της γλώσσας δεν αναπροσαρμοστεί στις συνθήκες του εδώ και τώρα. Αν δηλαδή δεν ξεφύγει από το περιοριστικό θεσμικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο το οποίο προβλέπει κατά κύριο λόγο την δομική διδασκαλία της (γραμματική, λεξιλόγιο, συντακτικό) και δεν αποκτήσουν έναν κοινωνικό-κοινωνιολογικό χαρακτήρα το περιεχόμενο και η μεταλαμπάδευσή της. Συμπερασματικά, χρειάζονται άμεσες και ουσιαστικές αλλαγές στα Προγράμματα Σπουδών τόσο των σχολείων όσο και των φροντιστηρίων και λοιπών εκπαιδευτικών κέντρων που επιτελούν έργο ξενόγλωσσης διδασκαλίας. Οι Κυβερνήσεις είναι οι αρμόδιες για αυτές τις αναγκαίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε συνεργασία με τα Υπουργεία Παιδείας των διαφόρων κρατών.
Μιλώντας λοιπόν για γλωσσικές επιλογές, αυτομάτως γίνεται λόγος και για εκπαιδευτική-κοινωνική πορεία. Με άλλα λόγια, η γλωσσική εκπαίδευση, ειδικότερα η γλωσσική και εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζεται στα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αποτελεί ορόσημο για την εξέλιξη των μαθητών. Μια κοινωνία χωρίς γλώσσα είναι καταδικασμένη να έχει ακριβώς την ίδια μοίρα με έναν ζωντανό οργανισμό χωρίς νερό: αργά ή γρήγορα θα πάψει να υφίσταται. Ωστόσο, μάλλον δεν θα έχαιρε της μεγίστης ακρίβειας να ισχυριζόμασταν πως αυτή είναι ελεγκτικός μηχανισμός προς την κατεύθυνση αυτήν. Η διαπαιδαγώγηση και η καλλιέργεια του παιδιού είναι πολυδιάστατες και απορρέουν από συνδυασμούς ερεθισμάτων που αυτό δέχεται κατά τα στάδια ανάπτυξης και εκπαίδευσής του. Σε σχετικά ερωτήματα έχουν δοθεί απαντήσεις και από διάφορες συνεργαζόμενες με τη Γλωσσολογία Επιστήμες, όπως την Ψυχολογία, την Κοινωνιολογία και φυσικά την Παιδαγωγική.