Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, Πολιτικός Επιστήμονας / Υποψήφιος Διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “Το Φως της Σκιάς” προβαίνοντας στη συνάρθρωση ατομικής μνήμης (ή αλλιώς βιωμάτων που μετασχηματίζονται σε μνήμη), ιστορικών προβολών και της διάστασης του χρόνου που καθίσταται αξιακό σημείο αναφοράς διαμέσου του οποίου προσλαμβάνεται ο ανθρώπινος βίος.
Ο τίτλος αυτής της ποιητικής συλλογής εν πρώτοις φαντάζει αντιφατικός, στο βαθμό που δεικνύει, πρωταρχικά, προς τον ίδιο άξονα της σκιάς και του φωτός που αυτή δύναται να δημιουργήσει, όταν η διαδικασία της σκιάς συνδέεται με ένα σκοτεινό πλαίσιο εντός του οποίου αντανακλάται και η ανθρώπινη φιγούρα.
Στις όψεις της ποιητικής γραφής, η “σκιά,” ανεστραμμένα, δύναται να κρύψει (όσο και να αναδείξει) μία, ακόμη και ελάχιστη δέσμη φωτός, που όμως δεν είναι παρά «μέγιστα παρηγορητικό».
«Η σκιά ίσως να κρύβει κάποιο ελάχιστο φως μέγιστα παρηγορητικό. Μόνον ο ήλιος και η σελήνη έχουν την αποκλειστικότητα γενναιόδωρης προσφοράς στον σχηματισμό της σκιάς μας. Τα τεχνικά μέσα είναι μία άλλη διαδικασία».
Η “σκιά” «ίσως να κρύβει κάποιο ελάχιστο φως», αναφέρει ο ποιητής, με την, διαλεκτικού τύπου αντίθεση να σχηματοποιείται όσο και να επιλύεται. Ακόμη και αυτό το δυνητικά (ίδια δυνητικότητα) «ελάχιστο φως» δύναται να καταστεί «μέγιστα παρηγορητικό», σημαίνοντας το πρόσημο μίας ‘τάξης’ ή αλλιώς μίας κλίμακας μεγέθους που συμπεριλαμβάνει το «ελάχιστο φως» η σημασία του οποίου μεγεθύνεται δια της παρηγορητικής λειτουργίας του επί του πόνου (που εδώ υπονοείται), δίχως παράλληλα να εκλείπει η διάσταση της προσδοκίας, της προσδοκίας της ‘συνάντησης. “Η ίδια η δημιουργία της ‘σκιάς” προϋποτίθεται στο πράττειν του “ήλιου” και της ‘σελήνης’ που προσδιορίζονται, όχι μόνο ως πλαίσια δημιουργίας αλλά και ως πλαίσια «γενναιόδωρης προσφοράς» που αφήνουν χώρο στο φως και στην παρηγορία-επικουρία του.
Το πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής τείνει στην έγκληση του συμβάντος, της στιγμής που αθροιζόμενη δημιουργεί τα χρόνια του ανθρώπου, ό,τι αποκαλείται χρονικότητα που παραγάγει συμβολισμούς ζωής, καθημερινής ζωής όσο και θανάτου που υπεισέρχεται στην ποιητική γλώσσα με τρόπο ‘τελεολογικό,’ όχι ως ‘προϊόν’ κάποιας ‘αναπόφευκτης μοίρας,’ αλλά ως σταθερά της ζωής: «Οι στιγμές γίνονται χρόνια και είναι τα χρόνια που χτίζουν την ζωή μας. Αυτή η χτισμένη ζωή αναπόφευκτα καταρρέει. Δεν είναι θέμα μηχανικών ελαττωμάτων αλλά νόμων της φύσης».
Στη ‘Χτισμένη Ζωή,’ ο ποιητής δεν προσεγγίζει μία παγίδα θανάτου, αλλά, αντιθέτως, μέσω της υπόμνησης του θανάτου, κομίζει μία αντίληψη περί κοινωνικής ζωής που συντίθεται από τον χρόνο και από επάλληλες στιγμές, στο μεταξύ ή, διαφορετικά τιθέμενο, στο εντός ζωής και θανάτου διάστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο λόγος που αρθρώνει ο Βαγγέλης Χρόνης δεν είναι «θανατηφόρος», αλλά, η «κατάφαση ενός όντος που προκρίνει το ζην», για να παραπέμψουμε στον Γάλλο φιλόσοφο Jacques Derrida, και στον όρο της «επιζωής» που χρησιμοποιεί, ο οποίος και δύναται να αποδώσει την ζωή που αναγνωρίζοντας τις σημάνσεις του θανάτου, ενσαρκώνεται εντατικά, ήτοι με θέα προς τον “άλλον.”
Με την αίσθηση του ‘τετελεσμένου’ και της ζωής που δύναται να επι-φέρει, συνδιαλέγεται το ποίημα της ίδιας συλλογής που έχει τον τίτλο ‘Συλλέκτες Αναμνήσεων’:
«Συλλέκτες αναμνήσεων είμαστε αθέλητα ή ασύνειδα. Η συρρίκνωση της συλλογής μας είναι και αυτή προγραμματισμένη. Η προσωπική μας φθορά είναι κάποιου άλλου απόφαση».
Ο ποιητικός λόγος παραγάγει τις όψεις της ‘μνημονικοποίησης’ που θέλει τα υποκείμενα «συλλέκτες αναμνήσεων», βιωμάτων που μετεξελίσσουν την μνήμη σε πρωταρχικό πεδίο που διαφυλάσσει γενεαλογικά ‘ίχνη’ ακόμη και δια της ηλικιακής κατανομής, έως του σημείου όπου και υπεισέρχεται η «προσωπική φθορά» (ο χρόνος ως ‘ανεπαίσθητη πλημμυρίδα’) να αλλοιώσει βιώματα και εικόνες, σημείο που είναι «προγραμματισμένο». Εάν φθείρεται διαφορικά και η μνήμη, τότε είναι η ποιητική γραφή που συνιστά το μείζον πεδίο εγκιβώτισης, όχι μόνο της ‘θρυμματισμένης’ μνήμης, αλλά και της μεταβολής που συντελείται, εκεί όπου το ατομικό στοιχείο συναιρείται με το ευρύτερα ιστορικά, με την ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη να προσεγγίζει ό,τι γράφει ο ποιητής Δημήτρης Άναλις.
«Ποίηση είναι ό,τι απομένει όταν οι λέξεις γκρεμίζονται και βυθίζονται στη λήθη».
Το σώμα λειτουργεί ως καθαυτό πεδίο «αναμνήσεων», ενέχοντας το συνειδητό καθώς και του τυχαίο, και δομώντας προβολές του παρόντος στο παρελθόν δίχως την σήμανση του μέλλοντος. Τι δύναται να υπάρχει “αύριο,” σε μία περίοδο «προσωπικής και κύρια προγραμματισμένης φθοράς;»
Παράλληλα με τις όψεις του χρόνου που ενσωματώνει το ατομικό υποκείμενο, το ποιητικό πράττειν εισαγάγει και τις εκφάνσεις του ‘ελάσσονος,’ της ‘απλότητας’ που αναπαράγεται υπό την διφυή πλαισίωση της ‘χαράς’ και του ‘δώρου,’ λειτουργώντας και κατ’ επέκταση ‘απο-καλύπτοντας’ τον αξιακό ‘βιό-κοσμο’ του ποιητή: «Δεν αποζητώ μεγάλες χαρές. Μικρές μονάχα επιθυμώ. Τα κρείττω απλότητες προστιθέμενες είναι».
Η επιθυμία συνιστά επιθυμία του ‘ελάχιστου’ (ας θυμηθούμε το «ελάχιστο μα και μέγιστα παρηγορητικό φως»), που σπεύδει να νοηματοδοτήσει ατομικά και βιώματα και προσδοκίες, σε μία αλληλουχία προστιθέμενων «κρείττω» που ανακαλούν ό,τι δεν ‘γεφυρώνει,’ ό,τι κινείται πέραν της παροντικής φαντασμαγορίας αναπαριστώντας την «μικρή χαρά» ως μοναδική χαρά.
Και σε αυτό το πλαίσιο, θα επισημάνουμε πως το συγκεκριμένο ποίημα λειτουργεί ως ‘γέφυρα’ μετάβασης προς το προσίδιο ποίημα ‘Ανίατη Ασθένεια’ όπου και τίθεται στο επίκεντρο ή αλλιώς διαμεσολαβείται έντονα ένα αντι-υλιστικό ‘πνεύμα’ που ‘συλλαμβάνει’ την δυνατότητα της κτήσης αγαθών ‘ίσως’ σαν «ηθική πτώση και ανίατη ασθένεια».
Επρόκειτο για μία ποιητική θεώρηση ‘ιατρικοποίησης’ του «ακόρεστου» (μη-τυχαία επιλογή) υλισμού, που όταν δεν εναλλάσσεται με την ‘απο-ηθικοποίηση’ ‘ενσαρκώνει’ το μη-επιστρέψιμο, τον κοινωνικό και τον συμβολικό θάνατο, κατά την διαπίστωση του Michel Foucault. «Η διεκδίκηση των ιδίων συμφερόντων μέσα σε πλαίσιο λογικών ισορροπιών πιθανόν να θεωρείται προτέρημα. Η ακόρεστη όμως μάχη απόκτησης αγαθών ίσως να αποτελεί ηθική πτώση και ανίατη ασθένεια. Μόνον οι σοφοί διακρίνουν τις διαφορές αλλά και αυτοί ελάχιστοι είναι».
Το ως άνω ποίημα λειτουργεί, εντός της αφηγηματικής ‘οικονομίας’ της συλλογής, και ως κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, προσλαμβάνοντας σχεσιακά και αρνητικά τον ‘φετιχισμό’ του χρήματος.
Η ποιητική συλλογή ‘διασχίσει’ κάθετα τον ιστορικό χρόνο, ‘εφευρίσκει’ έναν ιδιαίτερο ρυθμό που επιτρέπει την άμεση μετάβαση από το ένα ποίημα στο άλλο δίχως νοηματικές α-συνέχειες, καθιστώντας ευδιάκριτο το περίγραμμα μίας ποιητικής, εγκλητικής εκφοράς που την ίδια στιγμή, τροφοδοτείται από τις φόρμουλες της λαϊκής-μουσικής παράδοσης, ονομάζοντας, αφενός τον ‘τόπο’ (εντοπιότητα) που είναι η Ήπειρος, αφετέρου δε, την τελετουργία του θρήνου που δίδεται από το μουσικό όργανο (φλογέρα).
«Όταν στέγνωσαν τα δάκρυα του σπαραγμού η φλογέρα συνέχισε να θρηνεί με ήχους που μόνον η Ήπειρος γνωρίζει. Έχουν και τα βουνά τα δικά τους μυστικά κρυμμένα στην παράδοση».
Το Ηπειρώτικο μοιρολόι εκφράζει και επι-τελεί δραστικά τον σπαρακτικό θρήνο, εκεί όπου τελειώνει το ανθρώπινο δάκρυ, προσιδιάζοντας στην αξιο-γένεση της της ιστορικής ‘μοναδικότητας’:
«Η φλογέρα συνέχισε να θρηνεί με ήχους που μόνον η Ήπειρος γνωρίζει».
Και το Ηπειρώτικο μοιρολόι συμβολικά και εν-σώματα, θρηνεί και παρηγορεί (όπως το ‘φως’), σε ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον (ορεινοί όγκοι), εντός του οποίου αναδύεται η αισθητική του θρήνου, κοινωνικά, πολιτισμικά και μουσικά.
Στα συμφραζόμενα της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη, η Ηπειρώτικη μουσική, σπαρακτική και θρηνώδης, ‘συλλαμβάνει’ το μη-ακέραιο, την ίδια ‘ευθραυστότητα’ του γίγνεσθαι, επανεπινοεί την διάρκεια του θρήνου που συνεχίζεται έως την ταφή, αναφέρει την σιωπή, μετεξελισσόμενη σε εμπειρία, όντας εν-σώματη επι-τέλεση: ‘ποιον θρηνεί εν προκειμένω;’
Έτσι, πρόκειται για μία «ενσώματη μεταμορφωτική εμπειρία», σύμφωνα με την διαπίστωση του Tambiah, που αναγάγει σε μείζον, την απεύθυνση της. Όσο ο ‘μοναδικός’ της ήχος θρηνεί, τόσο το ευρύτερο περιβάλλον ‘σωπαίνει,’ σε ένα μοτίβο που απαντάται στη δημοτική παράδοση. Η «ενσώματη εμπειρία», ουσιαστικά, αποτελεί τροπικότητα ‘συνοδείας’ του νεκρού στον ‘άλλο κόσμο.’
Οι προκείμενες της ποιητικής του Βαγγέλη Χρόνη, κινούνται με φυγόκεντρο δυναμική προς διάφορα πεδία, ‘εδαφοποιούν’ και ‘εδαφοποιούνται’ στην ιστορία και δη στην ελληνική ιστορία με όρους γενεαλογικής ‘συνέχειας’ όπως επίσης και ανα-πρόσληψης της με τους όρους του πολιτισμικού ‘ακρωτηριασμού’ που δίδεται παραστατικά με υπόδειγμα τα ‘Γλυπτά του Παρθενώνα’:
«Ο ακρωτηριασμένος Απόλλωνας του Ρωμαίου γλύπτη μειδιά μελαγχολικός στο βάθρο του στο Βρετανικό Μουσείο ανήμπορος να κάνει την κιθάρα του να ηχήσει. Ίσως η θλίψη του να οφείλεται στην γειτνίαση του με τα γλυπτά του Παρθενώνα που αιχμαλωτισμένα στον ξένο τόπο αδυνατεί να φωτίσει όπως θα επιθυμούσε. Τα γλυπτά ομιλούν με σιωπές».
Εάν η ‘θρυμματισμένη’ ιστορία που ‘φιλτράρεται’ μέσω των επάλληλων θεάσεων του ποιητή-επισκέπτη αποκτά ιδιαίτερη αξία, τότε, επίσης και η προσδοκία, η «ελπίδα, η χαρά και η ειρήνη» ενέχουν το δικό τους πρόσημο, (διαλεκτική χαράς-θλίψης ως καθημερινών συναισθημάτων), σημαίνοντας που, ‘χρωματίζονται’ με «γαλάζιο χρώμα», αναγόμενα στην μυθική ύπαρξη του Απόλλωνα.
«Αν ζωγράφιζα την ελπίδα, την χαρά την ειρήνη και τον Απόλλωνα θα αρκούσε το γαλάζιο χρώμα. Εάν διέφευγε μία μαύρη πινελιά θα αφορούσε ίσως μία άλλη λέξη».
Αυτή η διαλεκτική υποκειμενικής προσδοκίας και θανάτου-θρήνου υπεισέρχεται στην ποιητική συλλογή, με τον ‘αστερισμό’ των λέξεων να είναι ‘εύτακτος’ όπως και παιγνιώδης, εκφράζοντας καθαυτό ανθρώπινα συναισθήματα, στρατηγικές συγκλίσεις, και ακόμη, την ευρύτητα της ιστορίας, κατατιθέμενες στο χαρτί ‘συγγενικά’ και σε ένα δεύτερο επίπεδο, ‘σπερματικά.’
«Οι λέξεις ακούν, ομιλούν και ανταποκρίνονται όταν τις ζητούν. Ακόμη χορεύουν και τραγουδούν όταν συγγενέψουν».
Οι λέξεις σχηματοποιούν το ‘ανείπωτο,’ δίδοντας χώρο στην ποίηση ώστε να το εκφράσει, επι-φέροντας παύσεις και διά-κενα, προσθέσεις και προθέσεις ιδίως όταν συναντώνται ‘εκρηκτικά’: «Ακόμη χορεύουν και τραγουδούν όταν συγγενέψουν».
Ποιήματα της συλλογής έχουν και μία εξομολογητική διάθεση, συμβάλλοντας και σε μία επιστροφή του πλήθους που δεν συμβαίνει στην αρένα αλλά στο θέατρο: «Το δάκρυ του ηθοποιού δεν αρκεί να είναι ορατό αλλά και να μυρίζει αλμύρα. Μην υποτιμάται η ενστικτώδης όσφρηση των θεατών». Η «αλμύρα» προσεγγίζει όχι την μία, αλλά μία από τις διάφορες εκδοχές της ‘αλήθειας,’ παραστασιακά κινούμενη προς το πλήθος: τι νοιώθει ο ηθοποιός και τι νοιώθουν οι θεατές μίας παράστασης;
Από το επίδικο μίας τέχνης τελετουργικής που ζητεί τους δικούς της ‘πιστούς,’ έως τα συμφραζόμενα του δημόσιου χώρου που αναπαρίσταται με ένα σχήμα ‘οικειότητας,’ από την αναφορά μίας ‘αγγελολογίας’ που επι-δεικνύει την ‘αιτιότητα’ του γίγνεσθαι και του ουρανού, έως τα περάσματα της φύσης, προβάλλεται-τονίζεται μία μορφολογία που συμβάλλει στη συγκρότηση ενός ‘αυτόνομου’ αλλά ανοιχτού γίγνεσθαι που θέτει εκ νέου τα όρια μίας επιδραστικής ‘επικουρίας’ που τοποθετεί στην ίδια σειρά τον Ασκληπιό (ιατρική γνώση/επιστήμη) και την Παναγία (το επίδικο του ‘θαύματος’) ως υποκείμενο-‘μήτρα’ που ‘πονεί για όλους.’
Η μαρτυρία και ο ‘μάρτυρας’ διαπερνώνται από την βαρύτητα της στιγμής. Πάνω στο πλαίσιο ενός φωτός που αποκαλύπτει, εξερχόμενο από μία ακόμη και φευγαλέα σκιά, οικοδομείται η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη.